ἀγγονὶν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγγονὶν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγγονὶν τό, Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. *ἐκγονίδιον. Πβ. ἀρχ. ἔκγονος.
Σημασιολογία
1)Τὸ γεννηθὲν παρὰ τινι, τὸ οἰκογενές, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀποκτηθὲν δι᾿ ἀγορᾶς, ἐπὶ θήλεος ζῴου καὶ πτηνοῦ: Ἐβόρασες τὸν ἄπ-παρον ἢ ἔν᾿ ἀγγονίν σου; (ἄπ-παρος =ἵππος). Τὴν φοράαν μου ᾿ὲν τὴν πουλῶ, γιατὶ ἐν-νὰ μοῦ κάμῃ ἀγγονίν. 2)Γονὴ πρὸς ἀναπαραγωγὴν τοῦ εἴδους, ἐπὶ ζῴου θήλεος ἢ πτηνοῦ: Ἔπκιˬασεν κουβέλ-λαν -ἔπκιˬασεν ύλ-λαν γιὰ ἀγγονὶν (ἀπέκτησε προβατῖναν- σκύλλαν ἐκλεκτὴν πρὸς πολλαπλασιασμὸν τοῦ εἴδους). Κατσέλ-λα γιˬὰ ἀγγονὶν (κατσέλ-λα=ἀγελάς). Πουλῶ τὴν αἶγιˬαν μου γιˬὰ ἀγγονὶν, ὄχι γιˬὰ σφαήν. Ἐπήραμεν ἀγγονὶν μιˬὰν καλὴν γαδούραν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA