ἀγγούρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγγούρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἀγγούρα ἡ, σύνηθ. ἀgούρα Θρᾴκ. (Αἶν.) Κυδων. Κρήτ. κ.ἀ. ἀγγούρας ὁ, Μακεδ.

Ετυμολογία

Μεγεθ. τοῦ οὐσ. ἀγγούρι.

Σημασιολογία

1)Μέγας σικυὸς σύνηθ.: Ἀγόρασα μιˬὰ ἀγγούρα τόση! Δὲν εἶχε μικρὰ ἀγγούριˬα, εἶχε κἄτι ἀγγοῦρες τόσες καὶ δὲν τοὶς ἀγόρασα. Μωρέ, τί ἀγγούρα εἶν᾿ αὐτή! Συνών. ἄγγουρος. 2) Ὁ ὑδροπέπων Θρᾴκ. (Αἶν.) 3)Μεταφ. παχὺς Μακεδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/