ἀγκαλίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγκαλίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀγκαλίζω Κύπρ. ἀαλίνου Τσακων.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀγκαλίζομαι. Ὁ ἐνεργ. τύπ. ἐσχηματίσθη κατ᾿ ἀναλογ. τοῦ ἀγκαλεˬάζω.

Σημασιολογία

1)Ἐναγκαλίζομαι, περιπτύσσομαι Κύπρ.:Ὁ τοῦτος ὁ πεῦκος ἔν᾿ πολλὰ χοντρός, ἕνας ἄδρωπος ᾿ὲν τὸν ἀγκαλίζει, θέλει δκυˬὸ ἀδρώπους νὰ τὸν ἀγκαλίσουν Κύπρ. || ᾎσμ. Ὅπκο͜ιος τὲς νύχτες παρπατεῖ ταὶ τὲς αὐκὲς γυρίζει βρίσκει ταὶ είλη ταὶ φιλᾷ τ᾿ ἀγκάλες τ᾿ ἀγκαλίζει αὐτόθ. 2)Μέσ. παλαίω μετὰ τινος Τσακων.: Ἐζοὺ τσαὶ ὁ Γεˬῶργο, ἀκαίμαϊ (ἐγὼ καὶ ὁ Γ. ἐπαλαίσαμεν). 3)Καταρρίπτω τινὰ ἐν τῇ πάλῃ Τσακων.: Ἐζοὺ τσαὶ ὁ Γεˬῶργο ἀκαίμαϊ, ἐζοὺ νι ἀαλίκα, θέουρ. ἔσσι νὰ νι ἀαλίου ξανά; (ἐγὼ καὶ ὁ Γ. ἐπαλαίσαμεν, ἐγὼ τὸν κατέρριψα, θέλεις νὰ τὸν καταρρίψω ἐκ νέου;) β)Νικῶ τινα εἰς δικαστικὸν ἢ ἐκλογικόν ἀγῶνα Τσακων.: Ὁ δεῖνα ἀαίε τὸν δεῖνα (τὸ ἀκαίκα εἶναι ἀόρ.) 4)Διακορεύω (ἐκ τῆς σημ. τοῦ ἀγκαλίζεσθαι κόρην) Τσακων.:Ὁ δεῖνα ἀκαίτσε νι (αὐτήν). Πβ. ἀγκαλεˬάζω, ἀγκαλίσκω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/