ἀγκάλιστρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκάλιστρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀγκάλιστρος ὁ, Εὔβ. (Κύμ.) κ.ἀ. ἀgάλιστρος Κρήτ. Μέγαρ. κ.ἀ. ἀγκάνιστρος Εὔβ. (Κάρυστ.) ἀγκάλιστρο τό, Ἀθῆν. ἀgάλιστρο Κύθν. ᾿gάλιστρο Ἄνδρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀγκαλίζω.
Σημασιολογία
1)Κλῆμα ἀμπέλου, διὰ τοῦ ὁποίου περιδένουν ἀγκαλίδα σταχύων Κύθν. Συνών. ἀγκαλεˬὰ 6. 2)Ράβδος διχαλωτὴ μὲν εἰς τὸ ἓν ἄκρον, φέρουσα δὲ κεραίαν εἰς τὸ ἕτερον, ἢ φέρουσα κεραίας καὶ εἰς τὰ δύο ἄκρα, ἐπὶ τῶν ὁποίων περιτυλίσσουν τὸ νῆμα ἀπὸ τὸ ἀτράκτιον Ἀθῆν. Ἄνδρ. Εὔβ. (Κάρυστ. Κύμ.) Κρήτ. Μέγαρ. κ.ἀ. Συνών. ἀγκαλιστήρι, τυλιγάδι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA