ἀγγουρεˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγγουρεˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἀγγουρεˬὰ ἡ, ἀγγουρέα Αἴγιν. Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) ἀgουρέα Μέγαρ. ἀgουρὲ Ἰκαρ. Δ. Κρήτ. ἀγγουρεˬὰ σύνηθ. ἀgουρεˬὰ πολλαχ. ἀgουρὰ Α. Κρήτ. ἀγγουρκὰ Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀγγούρι κατὰ τὰ πολλὰ εἰς –εˬὰ ὀν. φυτῶν.

Σημασιολογία

I)1)Τὸ φυτὸν πέπων ὁ ἥμερος (cucumis sativus) τῆς τάξεως τῶν κολοκυνθωδῶν (cucurbitaceae), ὁ τῶν ἀρχαίων σικυὸς σύνηθ. Συνών. ἀγγούρι 1γ, νεραγγουρεˬά, σικυˬά. β)Τὸ φυτὸν πέπων ὁ κοινὸς (cucumis melo), ἡ πεπονεˬὰ Ἤπ. Κύθν. 2)Κῆπος πεφυτευμένος ἐκ σικυῶν Κάρπ. Κύπρ.:᾿Πόψε ἐν-νὰ ποτίσω τὴν ἀγγουρκάν μου. Συνών. ἀγγουρεˬῶνας, ἀγγουρόκηπος. II)Ἡ ὀσμὴ τοῦ σικυοῦ Κρήτ. Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) κ.ἀ.: Ἀγγουρέαν μυρίζ᾿ (μυρίζει) Τραπ. Χαλδ. Συνών. ἀγγουρίλα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/