ἀγγουρελα͜ιὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγγουρελα͜ιὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀγγουρελα͜ιὰ ἡ, Ἰων. (Κρήν.) Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) ἀγγουρολα͜͜ιὰ Ἰων. (Κρήν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἀγγούρι καὶ ἐλαιά.
Σημασιολογία
1)Ἐλαία μεγάλου μεγέθους Ἰων. (Κρήν.) 2)Ἀγριόχορτον ἐδώδιμον, πιθανῶς ὑποχοιρὶς ἡ Κρητικὴ (hypochoeris Cretensis). Πβ. ἀγγουράκι 3. [**]
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA