ἀββιζάρισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀββιζάρισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀββιζάρισμα τό, Ζάκ. Κέρκ. Κεφαλλ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Παξ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀββιζάρω κατ᾿ ἀναλογ. τῶν παραγομένων ἐκ τῶν εἰς –ίζω ρ.
Σημασιολογία
1)Εἰδοποίησις, ἀγγελία Ζάκ. Κέρκ. Κεφαλλ. Παξ. κ.ἀ.: Τοῦ ’στειλα ἀββιζάρισμα πῶς θὲ νὰ ’ρθω Ζάκ. Ὕστερ’ ἀπὸ τὸ ἀββιζάρισμα λέω πῶς θὲ νὰ ’ρθῃ Παξ. 2)Συμβουλή, νουθεσία Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Τέτο͜ια παιδιˬὰ θέν’ ἀββιζάρισμα ὅλη dὴν ὥρα. Χίλιˬα ἀββιζαρίσματα νὰ τοῦ κάνῃ κἀνεὶς κ’ εὐτουνοῦ ὁ ἴδιˬος εἶναι. Δὲ μὲ πιˬὰνουν ἀββιζαρίσματα μένα. Πβ. ἀββιζάρισι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA