ἀββιζαρισμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀββιζαρισμὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀββιζαρισμὸς ὁ, Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀββιζάρω κατ’ ἀναλογ. τῶν παραγομένων ἐκ τῶν εἰς –ίζω ρ.
Σημασιολογία
Νουθεσία, συμβουλή: Εἶd’ ἀββιζαρισμὸς ἐδὰ πλεˬὰ ἧτον εὐτὸς! Τ’ ἀββιζαρισμοῦ ποῦ σοῦ ’καμα πέρ’σι ’ν’ ἡ γνῶσι ποῦ ’βαλες.Ἤπιˬασε τόπο ὁ ἀββιζαρισμός. Πβ. ἀββιζάρισι, ἀββιζάρισμα 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA