ἀββιζάρω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀββιζάρω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀββιζάρω σύνηθ. ’ββιζάρω Κίμωλ. ἀββιζέρνω Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ’ββιζέρνω Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἰταλ. avvisare=γνωστοποιῶ, ἀναγγέλλω, ἤδη μεσν. Πβ. Γαδάρου διήγ. στ. 410 (ἔκδ. Wagner σ.136) «νὰ σ’ ἀββιζάρω τίποτες ἦρθα γυρεύοντάς σε».
Σημασιολογία
1)Καθιστῶ τι γνωστόν, ἀναγγέλλω, εἰδοποιῶ Ζάκ. Κέρκ. Κεφαλλ. Κίμωλ. Κρήτ. Κύπρ. Νάξ. Παξ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.) κ.ἀ.: Τοῦ ἀββίζαρα νὰ ’ρθῇ νὰ πὰρῃ κἄτι Μάν. Νὰ μὲ ’ββιζάρῃς πότε θὰ βγάλουνε λᾴδι Κίμωλ. Θὰ τὸν ἀββιζάρω ’γὼ νὰ μᾶς περιμένῃ Κέρκ. Τὸν ἀββίζαρα πῶς θὰ πὰω Κρήτ. Τὸν ἀββιζάρισα νὰ μὴν ἔρθῃ Κέρκ. Ἀββίζαρε νὰ φύγῃ Λακων. Ἀββιζαρίστηκε πῶς θὰ περάσουμε ἀπόκε͜ια Κέρκ. Εἶναι ἀββιζαρισμένες νὰ πάνε αὔριο τ’ ἀποταχεˬὰ ’ς τὸ πλύμα αὐτόθ. || ᾎσμ. Βγάνουν ἀνθρώπους γλήγορους ’ς τσοὶ ρίζες κιˬ ἀββιζέρνουν Κρήτ. Ξέρω το ταὶ γνωρίζω τὸ ταὶ θεν-νὰ τ’ ἀββιζάρω ’ς τὸν παντοκράτορα Θεὸν ἐτεῖ θεν-νὰ σὲ πάρω. Κύπρ. Συνών. ἀββερτίρω. β)Παραγγέλλων ἐκ τῶν προτέρων προκαταλαμβάνω τι, προεξασφαλίζω Αἴγιν. Κέως Πελοπν. (Μάν.) κ.ἀ.: Γνωμ. Τὸν παππᾶ καὶ τὸν κουμπάρο ἀποβραδὺς τοὺς ἀββιζάρουν (δηλ. διὰ νὰ μὴ εὑρεθοῦν ἀπησχολημένοι εἰς ἄλλα καθήκοντα, καθ’ ἣν ὥραν τοὺς χρειάζεταί τις) Αἴγιν. Συνών. καπαρρώνω. 2) Παραγγέλλω, προστάζω Ἤπ. Τὸν ἀββίζαρα νὰ μὴ δώσῃ τὸ νοίκι Κρήτ. β) Προτρέπω, νουθετῶ, συμβουλεύω Νάξ. (Ἀπύρανθ. Δαμαρ. Τρίπδ.) Πελοπν. (Λακων.): Τὸν ἀββιζάρανε κ’ ἠπήαινε ’ς τὴν ἐξοχὴ ποῦ εἴχανε πάει οἱ γονοί του Δαμαρ. Ἤ ἀββιζάρεις τονε ἢ δὲν τὸν ἀββιζάρεις τὸ ἴδιˬο κάνει Ἀπύρανθ. Ἀββιζάρου dηνε, μὰ δὲ γτοικᾷ αὐτόθ. Ἐββίζερνά σε, μὰ δὲ μοῦ ’κουες αὐτόθ. Ἐὼ τά ’χ’ ἀββιζαρισμένα τὰ παιδιˬά μου καὶ κάθουdαι φρένιμα αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA