ἀβγάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβγάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀβγάζω, ᾠβάζω Πόντ. (Ἀμισ. Κοτύωρ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ᾠβγάζω Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Τραπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀβγό. Οἱ τύπ. ᾠβάζω-ᾠβγάζω παρὰ τὸν ἕτερον τύπ. ᾠβὸν-ᾠβγόν.

Σημασιολογία

Γεννῶ ᾠά, ᾠοτοκῶ ἔνθ’ἀν.:Ἡ κοσσάρα ᾥβασεν (κοσσάρα= ὄρνις) Τραπ. Χαλδ. Τὰ κοσσάρας ἐμουν πάντα ᾠβάζ’νε (αἱ ὄρνιθες μας πάντοτε γεννοῦν) αὐτόθ. ᾬβγασεν τὸ πουλλὶν’ ἀπέσ’ ’ς σὴ φωλέαν (ἐγέννησε τὸ πουλλὶ ἐντὸς τῆς φωλεᾶς) Τραπ.|| Παροιμ. Ἡ κοσσάρα πρῶτα ᾠβγάζει κ’ ἐπεκεῖ κακκανίζει (ἡ ὄρνις πρῶτον γεννᾷ καὶ κατόπιν κακκαρίζει. Πρὸς τὸν προλέγοντα μετὰ κομπασμοῦ ὅτι μέλλει νὰ πράξῃ τι σπουδαῖον χωρὶς νὰ εἶναι βέβαιος περὶ τῆς ἐπιτυχίας) Κερασ. Μίαν ᾥβασον κ’ ἐπεκεῖ κακκάντσον (πρῶτον γέννησε καὶ ἔπειτα κακκάρισε. Συνών. τῇ προηγουμένῃ) Χαλδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/