ἀγγουρόπιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγγουρόπιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγγουρόπιστος ἐπίθ. Πελοπν. (Ἄργ.) ἀγγουρόπ᾿στους Ἤπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἀγγούρι καὶ πίστι.
Σημασιολογία
Ὁ ἔχων πίστιν εὐτελῆ καὶ μηδαμινήν, τόσης δηλαδὴ ἀξίας, ὅση εἶναι καὶ ἡ ἑνὸς σικυοῦ, ὁ ἀσυνείδητος, ἔνθ᾿ ἀν.: Τὸ Χριστὸ τὸν σταύρωσαν οἱ ἀγγουρόπιστοι (ἐνν. οἱ Ἑβραῖοι) Ἄργ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA