ἄβγαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄβγαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄβγαστος ἐπίθ. Θρᾴκ. (Μυριόφ.) ἀνέβγαστους Λέσβ. ἀνήβγαστους Λέσβ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. βγάζω.
Σημασιολογία
1)Ὁ μὴ ἀποφημήσας ποτέ, ἀλλὰ διαρκῶς μένων ἐν τῇ πατρίδι Λέσβ. 2)Ὁ μὴ ἐξερχόμενος ἐκ τῆς οἰκίας, ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μένων ἐν αὐτῇ, ἰδίως ἐπὶ γυναικὸς Θρᾴκ. (Μυριόφ.) Λέσβ. Συνών. ἄβγαλτος Β1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA