ἀγγουρόφλουδο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγγουρόφλουδο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγγουρόφλουδο τό, πολλαχ. ἀgουρόφλουδο πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἀγγούρι καὶ φλούδι.
Σημασιολογία
Ἀγγουρόφλουδα, ὃ ἰδ.: Ποίημ. Μὲ κρύον ἀγγουρόφλουδο τὸ μέτωπόν του στέφει ΓΣουρῆ Ρωμιὸς ἀριθμ. 254.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA