ἀγκανναριστὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγκανναριστὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀγκανναριστὸς ὁ, Νάξ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀγκαννάρω. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. καὶ ἀγκαλετός. Πβ. ΙΒογιατζίδ. ἐν Ἀθηνᾷ 27 (1915) Λεξικογρ. Ἀρχ. 135.

Σημασιολογία

Ὑπερβολική προσπάθεια πρὸς ἐπιτυχίαν τινός:Μωρέ, μπράβο ᾿ς τὸν ἀγκανναριστό!

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/