ἄγγρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄγγρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἄγγρι ἡ, Κύπρ. Νίσυρ. κ.ἀ. ἄgρι Σύμ.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ. ἄγγρις. Πβ. Σουΐδ. «ἄγγρις· ἡ ὀδύνη».

Σημασιολογία

1)Λύπη ἀκολουθοῦσα τὴν μὴ ἐκπλήρωσιν γεννηθείσης ἐπιθυμίας Σύμ.: Ἄgριν μᾶς ἔκαμες (διήγειρες τὴν ἐπιθυμίαν ἡμῶν πρὸς τι πρᾶγμα χωρὶς ὅμως νὰ τὸ ἀπολαύσωμεν, μᾶς ἐλύπησες). 2)Κλαυθμυρισμὸς μικροῦ παιδίου Κύπρ. Σύμ. κ.ἀ.: Ἔπκιασεν τὴν ἄγγριν πάλε ὁ γιός σου Κύπρ. Τὸ παιδὶ ἔχει ἄgριν πολλὴ Σύμ. Συνών. γρίνιˬα 3)Ἔρις, φιλονικία Νίσυρ. Σύμ.: Μὲ τὴν ἀδερφή μου ἔχομε ἄγγρι ᾿ς τὸ σπίτι Νίσυρ. Ἡ μάννα μου μὲ τὸν ἀφέντη μου ἔχουν ἄγγρι αὐτόθ. Ἔπιˬασέν τους ἄgρι Σύμ. || Φρ. Ἄgρι ᾿πάνω σας! (ἀρὰ πρὸς τοὺς φιλονικοῦντας) Σύμ. β)Δυσαρέσκεια Κύπρ.: Γνωμ. Κατὰ ποῦ σοῦ κάμνουν κάμνε ταὶ ἄγγριν μὲν κρατῇς || ᾎσμ. Ἄφησ᾿ τὴν ἄγγριν ᾿ς τὰ βουνὰ ταὶ τὴν κατιˬὰ ᾿ς τὴν βρύσιν Ἡ λ. ἐν τῇ σημ. ταύτῃ καὶ ἐν χειρογράφῳ τοῦ 16ου αἰῶνος. Πβ. ΧΠαντελ. ἐν Ἀθηνᾷ 34 (1922) 152.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/