ἀγγρίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγγρίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀγγρίζω ἀγρίζω Ρόδ. – Λεξ. Περίδ. ἀγγρίζω Ἀμοργ. Κύθηρ. Κύπρ. Πελοπν. (Λακων. κ.ἀ.) Ρόδ. Χίος κ.ἀ. ἀgρίζω Κρήτ. κ.ἀ. ἀgρίζου Λέσβ. κ.ἀ. ᾿γγρίζω Ρόδ. ᾿gριˬῶ Σύμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. ἀγρίζω,ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀγρίζομαι=ἐρεθίζομαι, ἤδη δὲ παρ᾿ Ἡσυχ. «ἀγγρίζειν· ὑφαιρεῖσθαι, ἐρεθίζειν» καὶ παρὰ Σουΐδ. «ἀγγρίζειν· τὸ ὀδυνᾶν». Περὶ τῆς τοῦ ἐρρίνου πρὸ τοῦ γ ἀναπτύξεως ἰδ. ΣΜενάρδ. ἐν Ἀθηνᾷ 37 (1925) 240.

Σημασιολογία

1)Μετβ. ἐρεθίζω, ἐξαγριώνω Ἀμοργ. Κρήτ. Κύθηρ. Κύπρ. Πελοπν. (Λακων. κ.ἀ.) Ρόδ. Χίος κ.ἀ. – Λεξ. Περίδ.:Ἤγγρισέ μου τὸ παιδὶ Ἀμοργ. Μὴν ἀgρίσῃς τὸ σκύλλο Κρήτ. Ἄγγρισες τὸ μωρὸν τσαὶ κλαίει Κύπρ. Ἤγγρισε τὴ σφηκιὰ Χίος Ἀγγρίστηκεν ἡ γουρουνιὰ τσαὶ ποιὸς νὰ τὴν μερώσῃ; Κύπρ. Ἀγρισμένον εἶναι τὸ παιδὶ Ρόδ. Μάτια ἀgρισμένα (ἐρεθισμένα ἐξ ἀϋπνίας, τριβῆς, νόσου κττ.) Λέσβ. Λόγιˬα ἀgρισμένα (λόγοι ἀνθρώπου ἀγγρισμένου, θυμωμένου) αὐτόθ. || Γνωμ. Ἁποὺ γρωστεῖ πκερών-νει | τσ᾿ ἁπ᾿ ἀγγρίζεται μερών-νει (ὅστις χρεωστεῖ πληρώνει καὶ ὅστις δυσαρεστεῖται ἢ ἐξαγριώνεται ἡμερώνει) Κύπρ. || ᾌσμ. Καλὰ ποῦ τὴν ἐμέρωσα ἀγγρίσαν μοῦ την πάλε τ᾿ ἔκατσα τ᾿ ἔκλαια τ᾿ ἐγὼ τὰ λόγια ποῦ μὀλάλεν (διὰ τοὺς λόγους, τοὺς ὁποίους μοὶ ἐλάλει) αὐτόθ. Διˬάβαινε ταὶ αιρέτα με τ᾿ ἂς εἶσαι τ᾿ ἀγγρισμένη νὰ αίρετ᾿ ἡ καρτούλ-λα μου πῶς εἶσαι μερωμένη αὐτόθ. Διὰ τὴν σημ. πβ. καὶ μεσν. Ἀσίζ. Κύπρ. (ΚΣάθα Μεσν. Βιβλ. 6, 133) «ἡ γυναῖκα ἔνι κρατημένη νὰ μηδὲν ποίσῃ ν᾿ ἀγγρισθῇ ὁ ἄνδρας της εἰς τὴν ἀσθένειάν του, ὅτι ἂν τὸν ἐποίκεν ν᾿ ἀγγρισθῇ καὶ νὰ ἐπέθανεν, πρέπει νὰ βάλλουν ἐπάνω της ὅτι ἐσκότωσέν τον», Σαχλίκ. Γραφαὶ καὶ Στίχοι 336 (ἔκδ. Wagner σ. 76) «ὁ νοῦς της τῆς πολιτικῆς εἰς τὸ κακὸ γυρίζει, | ἀγγρίζει κύριν καὶ παιδιὰ καὶ ἀνδρόγυνα χωρίζει». Συνών. ἀναγγρίζω, δολαγγρίζω ἢ λολαγγρίζω, ξαγγρίζω καὶ ξαναγγρίζω, παραγγρίζω. Ἀμτβ. ἐρεθίζομαι, φλεγμαίνω Ρόδ. Συνών. κακοφορμίζω. γ)Δυσαρεστῶ Κύπρ.:Ἄγγρισες τὸν θκε͜ιὸν σου ταὶ ᾿ὲν σὲ αιρετᾷ. ᾿Ὲν τοῦ δωκες τοῦ μωροῦ ᾿πωρικὰ τ᾿ ἄγγρισες το. Εἶμαι ἀγγρισμένος μὲ τὸν ἀερφόν μου. || Παροιμ. Ἀγγρίστην ὁ λαὸς μὲ τ᾿ ὄρος (εἰρων. ἐπὶ δυσαρεσκείας ἀδυνάτου ἐναντίον ἰσχυροῦ. λαὸς=λαγός). 2)Ἀμτβ. ὀργῶ πρὸς συνουσίαν, συνήθως ἐπὶ ζῴων Κρήτ. Λέσβ. Σύμ. κ.ἀ. Ἔgρισαν οἱ τράοι (ἐγεννήθη ἐν αὐτοῖς ἡ γενετήσιος ὁρμή, ἦλθον εἰς τὴν περίοδον τοῦ ὀργασμοῦ) Σύμ. Τράος ᾿gρισμένος (ὀργῶν πρὸς συνουσίαν) αὐτόθ. Βρὲ, ἀgρισμένους εἶσι σήμιρα! (πρὸς ὀχληρὸν) Λέσβ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/