ἀγκαραθεˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκαραθεˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀγκαραθεˬὰ ἡ, ἀγκαραθέα Κύθηρ. ἀgαραθὲ Δ. Κρήτ. Μῆλ. ἀγκαραθεˬὰ Σίκιν. Σίφν. ἀgαραθεˬὰ Θρᾴκ. (Αἶν.) Κρήτ. ἀγκαραδεˬὰ Σίφν. ἀγκαρ᾿δεˬὰ Μῆλ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀγκάραθος κατὰ τὰ ἄλλα εἰς –εˬὰ ὀν. φυτῶν. Ἐν τοῖς εἰς –δεˬὰ τύπ. πρόκειται φωνητικὴ τροπὴ τοῦ θ καθὰ καὶ θε͜ιάφι-δε͜ιάφι.
Σημασιολογία
Φυτὰ τῆς τάξεως τῶν χειλανθῶν (labiatae). 1)Φυτὸν ποῶδες, τοῦ γένους τῆς βαλλωτῆς, βαλλωτὴ ἡ κρατηροφόρος (ballota acetabulosa), τοῦ ὁποίου οἱ κάλυκες χρησιμέυουν ὡς ἐλλύχνια τῶν κανδηλῶν (Πβ. Διοσκορ. 4,102 «φλομὶς ἡ καλουμένη λυχνίτις, ὑπὸ δέ τινων θρυαλλὶς… εἰς ἐλλύχνια χρησίμη») Θρᾴκ. (Αἶν.) Σίκιν. Σίφν. Συνών. ἀνεμοφωλεˬά, λυχναράκι. 2)Φυτὸν θαμνῶδες, τοῦ γένους τῆς φλομίδος, φλομὶς ἡ θαμνώδης (phlomis fruticose) Κρήτ. Κύθηρ. Μῆλ. Σίφν.:Νὰ πάω ᾿ς τὴ ρίζα τῆς ἀσφαραγεˬᾶς γὴ τοῦ ἀζόυρου γὴ τῆς ἀgαραθεˬᾶς (ἐξ ἐπῳδ.) Κρήτ. || ᾎσμ. Ἂν εἶσαι σκόνι πέταξε κιˬ ἂν εἶσαι ξύλο φύγε κιˬ ἂν εἰσαι μαύρ᾿ ἀgαραθεˬὰ ἀπὸ τὸ μάτι λεῖψε (ἐπῳδ., ὅταν εἰσέλθῃ εἰς τὸν ὀφθαλμὸν κάρφος τι) Κρήτ. Συνών. γαϊδουραφάνα, γαϊδουρόσφακα. 3)Φλομὶς ἡ μαλλωτὴ (phlomis lanata) Κρήτ. Μῆλ. [**]
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA