ἀγγριφερὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγγριφερὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀγγριφερὸς ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀγγριθερὸς ΚΠασαγιάνν. Μοσκὲς 91 ἀgριθερὸς Πελοπν. (Μάν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀγγρίφι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ερός.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ λεῖος, ὁ τραχύς: Ἀγγριθερά, θε͜ιαφόχρωμα, βαρύκορμα τ᾿ ἀκρογιˬάλιˬα ἐκρέμαγαν τοὶς λαιμαριˬές τους ΚΠασαγιάνν. ἔνθ᾿ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/