ἄγκαστα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄγκαστα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἄγκαστα ἐπίρρ. Κάλυμν. Μεγίστ. ἄγκαστη Ἤπ. (Τσαμαντ.) ἐgαστὲ Σάμ. ἔγκαστα Κάρπ. Κύθηρ. Κύπρ. (Γερμασ.) Πελοπν. (Βούρβουρ.) Χίος ἔgαστα Θεσσ. (Ζαγορ.) ἔgασταν Λέσβ. ἐγκάστ᾿ Ἤπ. ἔγκας Ἤπ. ἐγκὰς Ἤπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἀραβοτουρκ. an-kasden.
Σημασιολογία
Ἐπίτηδες, ἐκ προθέσεως, παρὰ τὴν θέλησιν καὶ εἰς πεῖσμά τινος ἔνθ᾿ ἀν.:Ἐgαστέ μου πῆγ᾿ ἰκεῖ Σάμ. Ἐπῆγεν ἔγκαστα Κύθηρ. Αὐτὰ τὰ κάμνει ἔgαστα Ζαγορ. Ἔγκαστα τό ᾿καμε καὶ μοῦ ᾿κοψε τὸ δέντρο μου Χίος Αὐτὰ τὰ λόγιˬα εἶναι ἔgαστα Ζαγορ. Ἦρτεν ἄγκαστα τ᾿ ἔδερέν με Κύπρ. Ἄγκαστα σὲ τό ᾿πα Μεγίστ. ᾿Πῆε ἄγκαστα νὰν τὸν ἀνταμώσῃ Βούρβουρ. Πβ. κάστελα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA