ἀγγριφώνι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγγριφώνι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγγριφώνι τό, ἀμάρτ. ἀγγριθώνι Πελοπν. (Κυνουρ.) ᾿γριφούνι Πελοπν. (Μάν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀγγρίφι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ώνι, περὶ ἧς ἰδ. ΦΚουκουλ. ἐν Byzant. Zeitschr. 26 (1926) 325.

Σημασιολογία

Ὀξεῖα καὶ αἰχμηρὰ προεξοχὴ λίθου, ξύλου κττ.:Ὁ βράχος-τὸ ξύλο ἔχει ᾿γριφούνιˬα Μάν. Τὴ βαρέλλα νὰ θυμηθῆτε νὰν τὴ βουλλώσωμε μὲ λαγομηλεˬὰ πὄχει ἀγγριθώνιˬα γιˬὰ νὰ μὴ ζυγώνῃ ὁ πειρασμὸς (ἐκ παραδ. λαγομηλεˬὰ=θάμνος ἔχων φύλλα ἀκανθώδη) Κυνουρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/