ἀγκε͜ιάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκε͜ιάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀγκε͜ιάζω ἀμάρτ. ἀgε͜ιάζω Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγκε͜ιος.
Σημασιολογία
1)Συνήθως ἀπροσ. ἀπανεμίζει ἐν σκέπῃ πνευμάτων καὶ ὑετοῦ: Ἐδῶ, ποῦ καθόμαστε, ἀgε͜ιάζει καὶ νὰ μὴν τὸ κουνήσωμε ἀπόπαε. Τὸ μέρος λιγάκι ἀgε͜ιάζει. 2)Προσωπ. προφυλάττομαι ἀπὸ ἀνέμου ἢ βροχῆς, σκέπομαι: Ἀgε͜ιάξαμε ἐκε͜ιὰ ᾿ς ἕνα βάτο καὶ γλυτώσαμε τὴ βροχή. Πβ. ἀπαγκε͜ιάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA