ἀγελάδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγελάδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀγελάδα ἡ, σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ.) ἀgελάδα Ἀπουλ. ἀgελάτα Ἀπουλ. ἀγιλάδα Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν. κ.ἀ.) Σάμ. κ.ἀ. ἀgιλάδα Μοσχονήσ. ἀελάδα Ἄνδρ. Κάλυμν. Κρήτ. Κύθν. Μεγίστ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Βόθρ. Γλυνάδ.) Νίσυρ. Παξ. Πάρ. Πόντ. (Τραπ.) Σέριφ. Σκῦρ. Σύμ. κ.ἀ. ἀιλάδα Πάρ. (Παροικ.) ἀεουάδα Νάξ. (Κορων.) ἀελὰ Κάρπ. Χίος (Ἀμάδ. κ.ἀ.) ἀλεγάδα Μύκ. Χίος (Ἐλάτ.) ἀλεάδα Κυκλ. (Θήρ. Κίμωλ. Μύκ. Σέριφ. Φολέγ. κ.ἀ.) Νίσυρ. ἀλεˬάδα Σίφν. ἀλουάδα Σίφν. ἐλεάδα Σίφν. ἀλιάδα Πόντ. (Ἰνέπ.) ἀεˬλάδα Ἄνδρ. Θρᾴκ. (Κομοτ.) Κύθν. ᾿γελάδα Ἀθῆν. Αἴγιν. Θρᾴκ. Μέγαρ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Κορινθ. Λακων. Μάν. Τρίκκ. κ.ἀ.) Σίφν. Σῦρ. Σέριφ. κ.ἀ. ᾿gελάδα Ἀπουλ. ᾿γιλάδα Ἤπ. Θεσσ. Μακεδ. (Χαλκιδ. κ.ἀ.) Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) κ.ἀ. ᾿γιˬαλάδα Ἤπ. Μακεδ. (Καστορ.) ᾿γιˬαλούδα Πελοπν. (Κουτήφαρ.) ᾿λάδα Ἤπ. (Ζαγόρ.) ᾿ιλάδα Μακεδ. (Σιάτ.) Πληθ. ἀλεβοῦδες Χίος (Ἐλάτ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀγελὰς ἀρχικῶς δηλοῦν τὴν ἀγελαίαν βοῦν. Τὸ ἀελὰ ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ἀελάα ἀποβληθέντων τῶν γραμμάτων γ καὶ δ μεταξὺ φων. Τὸ ᾿γελάδα προῆλθε κατ᾿ ἀναλογ. τοῦ ᾿γελάδι παρὰ τὸ ἀγελάδι, ὃ πβ. Διὰ τὸν τύπ. ἀλεβοῦδες ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 29 (1917) 219. Ἡ λ. καὶ ἐν Κορών.
Σημασιολογία
1)Ἡ θήλεια βοῦς, δάμαλις κοιν καὶ Ἀπουλ. Πόντ. (Κερασ. Τραπ.):Σούρνει ἡ ἀγελάδα (εὑρίσκεται ἐν τῇ περιόδῳ τῆς γενετησίου ὁρμῆς) Πελοπν. (Σουδεν. Τρίκκ. κ.ἀ.) Μουκανίζ᾿ ἡ ἀελάδα, θὰ τὴ bάμε ᾿ς τὸ λατάρι (μυκᾶται ἡ ἀγ., θὰ τὴν ὁδηγήσωμεν εἰς τὸν ἐπιβήτορα ταῦρον) Σέριφ. Ἡ ἀλεάδα ᾿ς τὰ μονὰ θὰ γεννήσῃ (ἐν ἡμερομηνίᾳ περιττοῦ ἀριθμοῦ) Σίφν. || Φρ. Εἶναι σὰν ἀγελάδα (ἐπὶ γυναικὸς εὐτραφοῦς) πολλαχ. Σὰν ᾿γελάδα τρώει (ἐπῖ γυναικὸς πολυφάγου) πολλαχ. Τοὺν ἔχ᾿ ἀγιλάδα κὶ τοὺν ἀρμέγ᾿ (ἐπὶ ἐκείνου παρ᾿ οὗ συνεχῶς τις λαμβάνει τι) Αἶν. Εἶναι γιὰ νὰ τρώῃ ἀγελάδες (ἐπὶ τοῦ ἀέργου) Στερελλ. (Ἀρτοτ.) Μουρ᾿ ᾿᾿λάδα! (ὔβρις πρὸς φαυλόβιον γυναῖκα) Ζαγόρ. || Παροιμ. Σὰν τὴν ᾿γελάδα | μὲ τὴν καρδάρα, μιὰ κλωτσιˬὰ τῆς δίνει | καὶ τὴ χύνει (ἐπὶ τοῦ καταστρέφοντος ἔργον καλὸν μόλις ἀποπερατωθέν, ὡς ἡ ἀγελὰς διὰ λακτίσματος ἀνατρέπει τὸν κάδον καὶ χύνει τὸ ἀμελχθὲν γάλα) Πελοπν. Σάν τή ’γελάδα τήν κοπριˬά (ἐπί τοῦ ἀμελοῦντος τῶν ἰδίων) αὐτόθ. || Ἆσμ. Σάν άλεˬάδα κόκκινη καί καλοτριχισμένη μού φάνηκες τήν Κυριˬακή σά σέ ’δα στολισμένη Σίφν. Ἡ λ. ὑπό τόν τύπ. ’Γελάδα καί ὡς τοπων.Πελοπν. (Ζαράκ.) 2)Δέρμα ἀγελάδος Σῦρ. (Ἑρμούπ.): Ἀγελάδα Ἀμερικῆς (δέρμα ἀγ. εἰσαγόμενον ἐξ Ἀμ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA