ἀγκίδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκίδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀγκίδα ἡ, ἀκίδα Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.) ἀκ-κίδα Σύμ. ἀκία Κάρπ. ἀτσίδα Λέσβ. Χίος ἀτίδα Κύπρ. ἀτσία Κάρπ. ἀτία Κύπρ. ἀγκίδα Ζάκ. Ἤπ. (Δρόβιαν. Ζαγόρ. Κόνιτσ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Διδυμότ.) Κύθηρ. Κῶς Μακεδ. (Βελβ. Ζουπάν. Καστορ.) Μῆλ. Παξ. Πελοπν. (Λακων. Μεσσ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Παρνασσ.) Χίος κ.ἀ. ἀgίδα Δαρδαν. Β. Εὔβ. Θεσσ. (Ἄρτ. Καρδίτσ.) Θρᾴκ. (Κομοτ. Μάδυτ. Σαρεκκλ.) Ἴμβρ. Κεφαλλ. Κρήτ. Σάμ. Σαμοθρ. ᾿γκίδα Ἤπ. (Δρόβιαν.) ᾿gίδα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀντζίδα Εὔβ. (Κονίστρ. Κύμ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Μεσσ.) Πόντ. (Ἀμισ.) Τσακων. ἀγκίθα Βιθυν. Μακεδ. (Θεσσαλον. Καταφύγ.) Νάξ. (Γαλανάδ.) ἠγκίθα Πόντ. (Ἀμισ.) ἀτζίδα Ἄνδρ. Πάρ. (Λεῦκ) Σκῦρ. κ.ἀ. ἀτζήθρα Πελοπν. (Δημητσάν.) ὀντζία Χίος.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀκίς. Ὁ τύπ. ἀγκίδα ἤδη τὸν 16ον αἰῶνα. Διὰ τὴν ἀνάπτυξιν τοῦ ἐρρίνου κατ᾿ ἐπίδρασιν τοῦ ἀγκίστρι, ἀγκύλη κτὁ. πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,139 καὶ 502. Διὰ τὸν τύπ. ἀγκίθα πβ. ἀσπίδα-ἀσπίθα. Ἐν τῷ ἀτζήθρα ὑπεισῆλθεν ἡ κατάλ. –ήθρα, πβ. μεγκουνίδα-μεγκουνήθρα.
Σημασιολογία
1)Λεπτὸν καὶ ὀξὺ βελονοειδὲς τεμάχιον ἀποσπώμενον ἀπὸ σανίδος ἢ ἄλλου ξύλου κοιν.:Μπῆκε μιˬὰ ἀγκίδα ᾿ς τὸ χέρι μου κοιν. Θὰ σκιστῇ τοὺ σανίδ᾿ κὶ θὰ βγῇ οὕλ᾿ ἀγκίδις Αἰτωλ. Μ᾿ μπήχ᾿καν δυˬὸ ἀγκίδις ᾿ς τὴ φτέρνα μ᾿ (μπήχ᾿καν=μπήχτηκαν) αὐτόθ. Οὕλου ἀγκίδις μπαίν᾿νι ᾿ς τὰ πουδάριˬα σ᾿, γιˬ᾿ αὐτὸ οὕλου ματών᾿νι αὐτόθ. Σέb᾿κι μέσ᾿ ᾿ς τοὺ νύχι μ᾿ μιˬὰν ἀgίδα Σαμοθρ. Εἶναι γεμᾶτο ἀτζίδες τὸ ξύλο Ἄνδρ. Μιˬὰ ὀντζία μοῦ μπήγηκε Χίος. Ἔκεινι τὸ κάι ἔνι γιˬομάκιˬου ἀντζίδε (ἐκεῖνο τὸ ξύλον εἶναι γεμᾶτον ἀγκίδες) Τσακων. Ἐμπάτζε ὸ δάυλέ μι νία ἀντζίδα αὐτόθ. || Φρ. Ἀγκίδες καὶ κλωνιˬὰ δᾳδιˬὰ ᾿ς τὰ μάτιˬα τῶν ὀχτρῶν μας (ἀρὰ) ἤπ. Συνών. ἀγκύλα, σκλήθρα. || Μεταφ. α)Σκάνδαλον, διαβολή, ρᾳδιουργία Κεφαλλ. κ.ἀ.:Ἔβαλες τὴν ἀgίδα σου γιˬὰ νὰ μᾶς κάμῃς νὰ σκοτωθοῦμε Κεφαλλ. Ἔβαλ᾿ ὁ διˬάβολος τὴν ἀgίδα του αὐτόθ. β)Χαρακτηριστικὸν παντὸς ἐνοχλοῦντος, ἐμποδίζοντος, ρᾳδιουργοῦντος καὶ καθόλου ὑπούλου ἢ κακοποιοῦ Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Καρδίτσ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Κεφαλλ.:Τί μοῦ γίν᾿κις ἀgίδα! Καρδίτσ. Γίν᾿κι ἀγκίδα Ζαγόρ. Τὸν ἔχω ἀγκίδα (εἶναι ἐχθρός μου) Ἤπ. γ)Πᾶν ὅ,τι κεντᾷ ἠθικῶς, οἶον στενοχωρία, ἔρως κττ. Πελοπν. (Λακων.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.:Κἄτ᾿ ἀγκίδα ἔ᾿ αὐτὸς κιˬ οὕλου σ᾿ντρουχε͜ιέτι (κἄποιαν στενοχωρίαν ἢ ἔρωτα ἔχει καὶ ἀνησυχεῖ διαρκῶς) Αἰτωλ. Πβ. ἀρχ. Τιμόθ. ἀμφισβ. 2 «Ἔρως |… ἡ φρενῶν ἀκὶς», Ἀνθολ. Παλατ. 12,76 «πόθων ἀκίδας». δ)Εἰς τὴν συνθηματικὴν γλῶσσαν τῶν τεκτόνων, κοράσιον Ἤπ. (Δρόβιαν. Κόνιτσ.) Θρᾴκ. (Διδυμότ.) Μακεδ. (Ζουπάν. Σισάν.) ε) Ἡ μετὰ νόσον εὐπάθεια τοῦ ὀργανισμοῦ Πελοπν. (Λακων.):Τοῦ ᾿μεινε μιˬὰ ἀγκίδα. ς)Ὀλίγον τι, μικρά τις ποσότης (δῆλον ὅτι ἀπὸ τῆς σμικρότητος τῆς ἀκίδος) Κρήτ. Μακεδ. (Καστορ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Παξ.: ᾿Gίδα νερὸ δὲν ἔχομε Ἀπύρανθ. Μὴ πάς κ᾿ ἔχεις νὰ μοῦ δώσῃς μιˬὰ ᾿gίδα μετάξι ἐουτὸ dὸ χρῶμα; (ἐουτὸ=αὐτὸ) αὐτόθ. Ἐπῆρα λίγο ψωμὶ καὶ μιˬὰν ἀγκίδα τυρὶ καὶ πῆα νὰ μάσω ἐλα͜ιὲς Παξ. 2)Ἰδίᾳ κατὰ πληθ., ξηρὰ τεμάχια ξύλου χρησιμεύοντα ὡς ἔναυσμα Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) 3)Πᾶν ὀξὺ καὶ αἰχμηρὸν Ζάκ. Κρήτ.: Ἔχει ἀγκίδες τὸ μαχαίρι (ὅταν δῆλον ὅτι τὸ στόμα αὐτοῦ εἶναι διακεκομμένον) Ζάκ. 4)Τὸ σιδηροῦν ἀγκύλιον τοῦ ἀδράκτιου, ὁ κεκαμμένος ὀβελίσκος Σαλαμ. 5) Ἄκανθα καθόλου Ζάκ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Κρήτ. κ.ἀ.: Ἀγκίδες ἔχουν τὰ βάτα Ζάκ. β) Αἱ ἄκανθαι τῶν πτερυγίων καὶ ὀστῶν τοῦ ἰχθύος Κάρπ. 6)Παρωνυχὶς Ἤπ. (Ἄρτ.) Νάξ. (Γαλανάδ.) Παξ. Πελοπν. (Μεσσ.) 7) Τραῦμα ἢ στίγμα ἀπὸ κεντήσεως ὴ νύξεως Πελοπν. (Λακων.) 8)Τὸ στόμα, ἡ ἀκμὴ τῆς μαχαίρας Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Συνών. κόψι. Πβ. μεταγν. Ἀνθολ. Παλατ. 5,227 «ὀνύχων ἀκίδα» (ὀνύχων ἀκμήν). β)Καθόλου, αἱ ἀκμαὶ ξύλου, σανιδώματος Κύπρ. Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.):Οἱ ἀτίες τοῦ ξύλου Κύπρ. γ)Τοῦ ἄρτου τὰ ἄκρα, ἡ ἀκρωβελία Κύπρ. Πόντ. (Κερασ.):Ἀντὶ νὰ δώσῃ τὴν ἀτίαν τοῦ παιδκιˬοῦ ποῦ ᾿ν᾿ καλὰ τὰ δόγκιˬα του, ἔδωκέν την τοῦ γέρου ποῦ ᾿ὲν᾿ ἔει δόγκιˬα νὰ μασήσῃ Κύπρ. 9)Εἶδος σκληροῦ λίθου, ὅστις τριβεὶς παράγει ἀκίδας Χίος. Συνών. ἀτσιδόπετρα. 10)Σπινθῆρες ξύλου, σιδήρου κττ. Ἤπ. (Δρόβιαν.) 11)Τὸ πτηνὸν ἡ ἀκανθὶς (acanthis carduelis) Πόντ. (Ἀμισ.) Πβ. ἀγκίδι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA