ἀγκίδιˬασμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκίδιˬασμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγκίδιˬασμα τό, Ἤπ. (Τσαμαντ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ρ. ἀγκιδιˬάζω.
Σημασιολογία
Μικρὸν τεμάχιον ἐκ τοῦ σαβάνου, τὸ ὁποῖον φορεῖ ὁ ἀρχιερεὺς ἐγκαινιάζων ναόν. Πβ. ἀγκίδι 1 3 καὶ ἀγκίδα 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA