ἀγελαδίτσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγελαδίτσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀγελαδίτσα ἡ, Βιθυν. Πόντ. (Κερασ.) κ.ἀ. – Λεξ. Βυζ. (λ. δαμάλα) ᾿γελαδίτσα Ἤπ. (Δρόβιαν.) Πελοπν. (Λεντεκ.) Στερελλ. (Φθιῶτ.) κ.ἀ. ᾿γιλαδίτσα Ἤπ. (Ἄρτ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀγελάδα.
Σημασιολογία
1)Μικρὰ δάμαλις Βιθυν. Ἤπ. (Ἄρτ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Λεντεκ.) Πόντ. (Κερασ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Φθιῶτ.) κ.ἀ. – Λεξ. Βυζ.: Μαύρη ᾿γελαδίτσα γέννησε ᾿ς τὴ μέση ᾿ς τὴν ἀγέλη, τὸ εἶδαν τ᾿ ἄλλα τὰ ᾿γελάδιˬα καὶ τὸ βάσκαναν (ἐξ ἐπῳδ.) Φθιῶτ. || Αἰνίγμ. Ἔχω μνιˬὰ ἀγελαδίτσα | καὶ τὴν δέν ἀπ᾿ τὴν ὀρίτσα, ὅταν τὴν δένω πορπατεῖ | κιˬ ὅταν τὴν λύνω κάθεται (ἡ βελόνη) Βιθυν. Νιˬὰ μαύρ᾿ ᾿γιλαδίτσα μ᾿ ξικήπ᾿σι τοὺν κῆπου (ἐξερρίζωσε, κατέφαγεν ὅλα τὰ λαχανικὰ τοῦ κήπου. Ἡ χύτρα) Αἰτωλ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀγελαδάκι. 2)Παιδιά, καθ᾿ ἣν οἱ παῖκται διαιρούμενοι εἰς δύο ὁμάδας καταλαμβάνουν θέσεις ἀπέναντι ἀλλήλων, δύο δέ, εἶς ἐξ ἑκατέρας ὁμάδος, διὰ κλήρου ὁριζόμενοι ἔρχονται εἰς τὸ κέντρον τῆς ἀποστάσεως καὶ ὁ μὲν εἶς κύπτει, ὁ δὲ ἕτερος ἐπιβαίνει αὐτοῦ ὢν ἐστραμμένος πρὸς τὴν ὁμάδα, εἰς τὴν ὁποίαν ἀνήκει.Ἡ ὁμάς του τότε ρίπτει σφαῖραν εἰς τὴν ἀντίθετον ὁμάδα, ἂν δὲ οὗτος κατορθώσῃ ἐκτείνων ἢ ἀνατείνων τὰς χεῖρας νὰ τὴν συλλάβῃ, θεωρεῖται ἡ ὁμάς του νικήτρια καὶ οἱ ἀποτελοῦντες αὐτὴν ἐπιβαίνουν τῶν τῆς ἀντιθέτου ὁμάδος, ἂν ὅμως ἀποτύχῃ καὶ ἡ σφαῖρα συλληφθῇ ὑπὸ τῆς ὄπισθεν εὑρισκομένης ἀντιπάλου ὁμάδος, θεωρεῖται αὐτὴ νικήτρια καὶ τὰ μέλη της ἐπιβαίνουν τῶν ἀποτελούντων τὴν ἑτέραν ὁμάδα Ἤπ. (Ἄρτ. Δρόβιαν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA