ἀγκινάρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγκινάρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἀγκινάρα ἡ, πολλαχ. καὶ Πόντ. (Τραπ.) ἀgινάρα σύνηθ. ἀντζινάρα Κάρπ. Τσακων. ἀτζινάρα Εὔβ. (Κονίστρ. Κύμ. κ.ἀ.) τινάρα Κύπρ. ἐγκινάρα Κωνπλ. ἰγκινάρα Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. κινάρα. Τὸ ἔρρινον κατὰ παρετυμ. πρὸς τὸ ἀγκίστρι, ἀγκύλη κττ. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ, 2,139. Κατὰ τὸν AButuras ἐν Glotta 5 (1914) 189 τὸ ἀγκινάρα ἐκ τοῦ προθετ. α καὶ τοῦ *γκινάρα. Τὸ ἐγκινάρα κατ᾿ ἐπίδρασιν τοῦ Τουρκ. enginar.

Σημασιολογία

1)Φυτὸν ποῶδες, πολυετές, συνήθως ἀκανθόφυλλον, λαχανευόμενον, κινάρα ὁ σκόλυμος ἢ κοινὴ (cynara scolymus) τῆς τάξεως τῶν κιναροειδῶν (cynareae) ἔνθ᾿ ἀν.:Γύρου γύρου ἔχει ἀγκινάρες Κίμωλ. Μηδὲ θ᾿ ἀνοίξουνε οἱ ἀγκινάρες ἐφέτι αὐτόθ. || Φρ. Πατῶ ᾿ς τὴν ἀγκινάρα (σφάλομαι, παθαίνω γκάφα) Ζάκ. Κρήτ. || Παροιμ. Ἀγκινάρα ᾿ς τὸ πατερὸ (ἐπὶ ἀλλοκότων καὶ ἀτόπων λόγων) ἀγν. τόπ. Συνών. παροιμ. κολοκύθιˬα ᾿ς τὸ πατερό. || ᾎσμ. Τέσσερες Τρικωμίτισσες πάσιν εἰς τές τινάρες σούζουνται ταὶ λυΐζουνται σὰν τὲς αὐτοηνάρες (αὐτοηνάρες=λιβαδοπέρδικες) Κύπρ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπωνυμ. Ἄνδρ. Κάρπ. Κρήτ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Καλάβρυτ.) Σίφν. 2)Τὸ ἐδώδιμον ἄνθος τῆς κινάρας πτέρνιξ κοιν.:Ἔχουμεν καλὸν φαεῖν τινάρες, μεῖνε νὰ φάμεν Κύπρ. || Παροιμ. Ἐμεῖς ψωμὶ δὲν ἔχομε καὶ ἀγκινάρες θέλομε; (ἐπὶ τῶν στερουμένων πραγμάτων οὐσιωδῶν καὶ ζητούντων τὰ ἐπουσιώδη) ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 σ. 78,180. 3)Γλυπτὸν κόσμημα, ὅμοιον πρὸς φύλλον τῆς κινάρας, ἀπείκασμα τῆς κινάρας ἐνιαχ.: Φρούσιˬα μὲ τὴν ἀγκινάρα (φρούσιˬα=ὑποστηρίγματα ἐξώστου) β)Τόρνευμα τῆς ὀροφῆς ὅμοιον μὲ φύλλα τῆς κινάρας Σάμ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/