ἀγελαδοκέφαλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγελαδοκέφαλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγελαδοκέφαλο τό, ἀμάρτ. ᾿γιλαδουκέφαλου Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἀγελάδα ἢ ἀγελάδι καὶ κεφάλι.
Σημασιολογία
Ἡ κεφαλὴ τῆς ἀγελάδος ἢ τοῦ βοὸς ἀποκεκομμένη: Τοὺ βόιδ᾿ κ᾿ ἡ ᾿γιλάδα σφάζουντι κὶ μᾶς δίν᾿ν τὰ ᾿γιλαδουπόδαρα κὶ τοὺ ᾿γιλαδουκέφαλου ᾿π᾿ γένουντι καλὴ πατσιά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA