ἀγελαδολόγος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγελαδολόγος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀγελαδολόγος ὁ, ἀμάρτ. ᾿γελαδολόγος Πελοπν. (Γορτυν.) Θηλ. ᾿γελαδολόγισσα Πελοπν. (Λάστ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀγελάδα ἢ ἀγελάδι καὶ τοῦ -λόγος, ὅπερ κατέστη παραγωγικὴ κατάλ., περὶ ἧς ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 22(1910) 247.

Σημασιολογία

1)Ὁ βόσκων ἀγελάδας, βουκόλος Πελοπν. (Λάστ.): ᾎσμ. Μωρὴ ᾿γελαδολόγισσα μὲ τὰ καλὰ ᾿γελάδιˬα, μὴν εἶδες πετροπέρδικα τὴν ἀηˬδονολαλοῦσα σὲ πο͜ιὰ ραχούλλα κελαηˬδεῖ, σὲ τί βαθὺ ρουμάνι; Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀγελαδάρις 1. 2)Ἔμπορος βοῶν Πελοπν. (Γορτυν.): Ἔρχονται οἱ ᾿γελαδολόγοι κι ἀγοράζουν ᾿γελάδιˬα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/