ἀγκιναρόκηπος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκιναρόκηπος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀγκιναρόκηπος ὁ, ἀμάρτ. ἀgιναρόκηπος πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἀγκινάρα καὶ κῆπος.
Σημασιολογία
Κῆπος, ἐν ᾧ καλλιεργεῖται ἀποκλειστικῶς ἡ κινάρα. Πβ. ἀγκιναρότοπος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA