ἄγκινας

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄγκινας

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἄγκινας ὁ, ὄντζινα Τσακων. ἄγκινας Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Ἰκαρ. ἄντζινας Κάρπ. ἔγκινας Ἰκαρ. Σίφν.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ. ὄγκινος. Διὰ τὸ ἄγκινας πβ. ἄγκινος παρὰ HPernot, Descente aux Enfers 17.

Σημασιολογία

1)Ὄγκινος, ἁρπάγη Τσακων.:Τὸ κρίε ἐκρέμακα ὸν ὄντζινα (τὸ κρέας ἐκρέμασα εἰς τὸν ἄ.) Συνών. τσεγκέλι. 2)Ὁ κατὰ τὴν κορυφὴν τῆς ἀτράκτου κεκαμμένος μετάλλινος ὀβελίσκος Ἰκαρ. Κάρπ. Συνών. ἀγκινάρι 3, ἀγκιναρίστρα, ἀγκίνι 1. 3)Ράβδος κεκαμμένη κατὰ τὸ ἕτερον ἄκρον πρὸς σύλληψιν τῶν προβάτων ὑπὸ τῶν ποιμένων ἢ ράβδος εὐθεῖα, ἐπὶ τοῦ ἄκρου τῆς ὁποίας εἶναι προσηρτημένον ἄγκιστρον κατάλληλον πρὸς σύλληψιν τῶν προβάτων Ἰκαρ. Πβ. ἀγκινάρι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/