ἀγκιστρεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγκιστρεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀγκιστρεύω Λεξ. Ἠπίτ. ἀγκιεύω Πόντ. (Οἰν.)

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἀγκιστρεύω.

Σημασιολογία

1)Συλλαμβάνω δι᾿ ἀγκίστρου, ἁλιεύω Πόντ. (Οἰν.): Ἀγκιεύει τὰ ψάρ. 2)Μεταφ. δελεάζω, ἕλκω πρὸς ἐμαυτόν, ἐξαπατῶ Λεξ. Ἠπίτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/