ἀγκιστροκλέφτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκιστροκλέφτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀγκιστροκλέφτης ὁ, ἀμάρτ. ἀγκιοκλέφτας Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἀγκίστρι καὶ κλέφτης.
Σημασιολογία
1)Πᾶς ἰχθύς, ὅστις κόπτει καὶ ἀφαρπάζει τὸ ἄγκιστρον. Συνών. ἀγκιστροφάγος 1. β)Εἰδικῶς ὁ ἰχθὺς blennius fasciatus ἢ planicornis, μικρὸς ἰχθὺς μὲ κάλλαια ἐπὶ τῆς κεφαλῆς. Συνών. ἀγκουροτσάγκαλος. 2)Μεταφ. βράχος ὑποβρύχιος, ὅπου ἐμπλεκόμενα τὰ ἄγκιστρα ἀποκόπτονται. Συνών. ἀγκιστροφάγος 2. 3)Ἐπιδέξιος κλέπτης μικρῶν πραγμάτων. || Φρ. Ἀγκιοκλέφτας ὁμζει (ἐπὶ ἐπιδεξίων κλεπτῶν). [**]
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA