ἀγιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀγιˬὰ ἡ, Ἀντίπαρ. Πάρ. (Παροικ.)
Ετυμολογία
Ἀγνώστου ἐτύμου.
Σημασιολογία
Παιδιά, καθ᾿ ἣν εἷς τῶν παικτῶν κρύπρεταί που χωρὶς νὰ τὸν ἴδουν οἱ ἄλλοι, οἱ ὁποῖοι, ὅταν φωνάζῃ «ἔβγα!», τρέχουν ἐδῶ καὶ ἐκεῖ διὰ νὰ τὸν εὕρουν. Ὅταν δὲ ὁ κρυβεὶς ἴδῃ ὅτι ἔγινεν ἀντιληπτός, ἐξέρχεται τῆς κρύπτης καὶ τρέχει, καὶ ἂν μὲν διαφύγῃ τὴν σύλληψιν, κρύπτεται πάλιν, ἄλλως κρύπτεται ὁ συλλαβὼν αὐτὸν:Φρ. Παίζουμε τὴν ἀγιά. Συνών. κρυφτό, κυνηγητός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA