ἅγιˬα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἅγιˬα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἅγια ἡ, Πόντ. (Κερασ. Τραπ. κ.ἀ.) ἅε Πόντ. (Σάντ.)
Ετυμολογία
Θηλ. τοῦ ἐπιθ. ἅγιος καταστὰν οὐσ. ἐκ τῶν συνήθων ἐκκλησιαστικῶν φρ. «ἁγία κοινωνία», «ἁγία εἴσοδος», «ἁγία μετάληψις» κττ. κατὰ παράλειψιν τῶν οὐσ.
Σημασιολογία
1)Ἡ μεγάλη εἴσοδος τῆς θείας λειτουργίας, καθ᾿ ἣν ὁ ἱερεὺς ψαλλομένου τοῦ χερουβικοῦ ὕμνου ἐξέρχεται ἐκ τῆς βορείας πύλης τοῦ ἱεροῦ βήματος κρατῶν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τὰ ἅγια δῶρα καὶ διερχόμενος τὴν βορείαν πτέρυγα καὶ ἀκολούθως τὸ κέντρον τοῦ ναοῦ εἰσέρχεται εἰς αὐτὸ διὰ τῆς μεσαίας θύρας τῆς λεγομένης ὡραίας πύλης καὶ ἀποθέτει ταῦτα ἐπὶ τῆς ἁγίας τραπέζης ἔνθ᾿ ἀν.:Ἅμε πέσκα ᾿ς σὴν ἅγιˬαν καὶ ᾿ς σὸ βαγγέλεν νὰ λαροῦσαι (πήγαινε πέσε κάτω εἰς τὰ ἅγια καὶ εἰς τὸ εὐαγγέλιον διὰ νὰ θεραπευθῇς. Συνηθίζουν οἱ πάσχοντες νὰ ἐξαπλώνωνται κατὰ τὴν μεγάλην εἴσοδον πρηνεῖς ἢ ὕπτιοι ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, ὁ δὲ ἱερεὺς διαβαίνων ἄνωθεν ἐγγίζει ἐλαφρῶς διὰ τοῦ ποδὸς τὴν ράχιν ἢ τὴν κοιλίαν αὐτῶν. Ὁμοίως δὲ ἀναγινωσκομένου τοῦ εὐαγγελίου τῆς λειτουργίας κάθηνται πρὸ τῆς ὡραίας πύλης καὶ κλίνοντες τὰς κεφαλὰς ἐπιθέτουν ἐπ᾿ αὐτῶν τὴν ἄκραν τοῦ ἐπιτραχηλίου τοῦ ἱερέως. Πβ. εὐαγγέλιο) Τραπ. Πβ. ἅγιˬα τά, 1. 2)Ἡ μετὰ τὸν κοινωνικὸν ὕμνον ἐμφάνισις τοῦ ἱερέως ἐπὶ τῆς ὡραίας πύλης κρατοῦντος τὰ ἅγια δῶρα καὶ ἐκφωνοῦντος «μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε» καὶ ἡ μικρὸν κατόπιν δευτέρα ἐμφάνισις, ὅτε ἐκφωνῶν «πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων» μεταφέρει αὐτὰ ἀριστερὰ εἰς τὴν λεγομένην ἱερὰν πρόθεσιν Πόντ. (Τραπ.):Τὸ μικρὸν ἡ ἅγιˬα (ὁ χαρακτηρισμὸς διὰ τοῦ μικρὸν προφανῶς ἔγινε κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἐμφάνισιν κατὰ τὴν μεγάλην εἴσοδον). 3)Ἡ ἀκολουθία τοῦ στεφανώματος, ἡ στέψις Πόντ. (Κερασ. Τραπ.):ᾎσμ. Ποππᾶ, κλῶσον τὰ στέφανα κιˬ ἀνάγειρον τὴν ἅγιˬαν, Ἑλέν᾿ τὸ πρῶτον στέφανο μ᾿, τὸ πρῶτον ἡ ἀγάπη μ᾿ (ὁ στεφανούμενος προτρέπει τὸν ἱερέα νὰ γυρίσῃ τοὺς στεφάνους καὶ νὰ μεταστρέψῃ τὴν στέψιν ἀπὸ τῆς κόρης, μετὰ τῆς ὁποίας στεφανώνεται, εἰς τὴν παρὰ προσδοκίαν παρουσιασθεῖσαν ἄλλην, τὴν ὁποίαν τὸ πρῶτον ἀγάπησε) Κερασ. Ἐν παραλλαγῇ τοῦ ᾄσμ. Τραπ. φέρεται Ποππᾶ, κλῶσον τὰ στέφανα καὶ τ᾿ ἄργυρον τὴν ἅγιˬα σ᾿, ποππᾶ, κλῶσον τὰ στέφανα καὶ θέκον ᾿ς σὴν Ἑλένεν, ἐν ᾖ ἐκ παρανοήσεως τῆς σημ. τῆς λ. νομισθείσης ὅτι σημαίνει πρᾶγμα τι, οἷον στέφανον ἤ τι τοιοῦτον, ἐτράπη καὶ τὸ ρ. ἀνάγειρον (φερόμενον καὶ γύρισον ἐν ἑτέρᾳ παραλλαγῇ) εἰς τὸ ἐπίθ. ἄργυρον=ἀργυροῦν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA