ἀγκλιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκλιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀγκλιˬὰ ἡ, ἀντλιˬὰ Ζάκ. ἀντιλιˬὰ Κύπρ. (Καρπασ. Κερύν.) Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀντουλιˬὰ Κύπρ. (Καρπασ. Κερύν.) ἀγκλία Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κάτω Ποταμ. Κονίστρ. Κύμ. κ.ἀ.) Χίος κ.ἀ. ἀgλία Κύθν. ἀγκλιˬὰ Ἀθῆν. Ἀμοργ. Εὔβ. (Λίμν. κ.ἀ.) Θρᾴκ. Κέως Νίσυρ. Πελοπν. (Λάστ. Ὀλυμπ.) Στερελλ. (Μεσολόγγ.) Χίος ἀgλιˬὰ Ἄνδρ. Κυδων. Κύθν. Μύκ. Λέσβ. Πελοπν. (Κορινθ.) Σάμ. ἀγκιλιˬὰ Εὔβ. (Κάρυστ. Μύτικ.) Στερελλ. (Ἄμφισσ.) ἀgιλιˬὰ Θεσσ. Σάμ. ἀγκουλιˬὰ Εὔβ. (Λίμν.) ἀγλιˬὰ Ἄνδρ. Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν.) Θήρ. Κύθν. Λέσβ. Μύκ. γαλιˬὰ Λέσβ. (Μυτιλήν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀντλία. Πβ. σεῦτλον-σεῦκλον, σίτλα (situla)- σίκλα, δι᾿ ἃ ἰδ. GMeyer Neugr. Stud. 3,9. Τὸ ἀντιλιˬὰ- ἀγκιλιˬά, ἀντουλιˬὰ- ἀγκουλιˬὰ κατ᾿ ἀνάπτ. τοῦ συνοδίτου φθόγγου ι καὶ ου. Τὸ γαλιˬὰ ἀπὸ τοῦ ἀγλιˬὰ κατὰ μετάθ. τοῦ γ.
Σημασιολογία
1)Τὸ δι᾿ οὗ ἀντλοῦμεν, ἀνασύρομεν, μεταγγίζομεν ὑγρόν τι, ἄντλημα, ἀντλητήριον ξύλινον, μετάλλινον ἢ δερμάτινον Ἀμοργ. Θήρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) κ.ἀ. Ἤδη παρὰ μεταγν. Πβ. Πολυδ. 10,31 «εἰ δὲ…τὸ ὕδωρ ἀπαντλεῖς, δέοι ἂν καὶ σκευῶν…ἀντλίας…κάδου» IBekker. Anecd. Graec. 203,9 «ἀντλία· ἄγγος, ἐν ᾧ τὸ ὕδωρ τὸ ἐν τῷ πλοίῳ γινόμενον ἀπαντλοῦσιν εἰς θάλασσαν». Συνών. ἀνασυρτός, κουβᾶς, μετάγγι, σίκλα, χαρκεˬά. 2) Ὁ κατὰ τὴν διεύθυνσιν τοῦ μίσχου διχοτομημένος κατὰ τὸ μᾶλλον ἢ ἧττον ἀλριβῶς καρπὸς τῆς λαγηνοφόρου κολοκύνθης χρησιμεύων ἰδίᾳ ὡς ἀντλητήριον ἔνθ᾿ ἀν.: Ὁ δεῖνα πίνει κραςὶ μὲ τὴν ἀgλιˬὰ Θήρ. Δῶσ᾿ μου λίγο νερὸ μὲ τὴν ἀγκλία Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. Κύμ. κ.ἀ.) || Φρ. Τοῦ ᾿κανι τοὺ κιφάλι τ᾿ δυˬὸ ἀgιλιˬὲς Σάμ. Τ᾿ τὸ ᾿καμαν ἀγκλιˬὲς τοὺ κιφά᾿ (παραστατικωτέρα ἔκφρασις ἀντὶ τοῦ ᾿σπασε τὸ κεφάλι) Αἰτωλ. Θὰ σὲ κάμω ἀγκλιˬὲς (συνών. φρ. θὰ σὲ κάνω κομμάτιˬα) Λάστ. 3)Συνεκδ. Ποσότης οἱουδήποτε ὑγροῦ ἐφάπαξ ἀντληθέντος διὰ τῆς ἀγκλιᾶς πολλαχ.: ᾎσμ. Σαράντ᾿ ἀγκλιˬὲς ἀνέσυρε καὶ δὲν ἀναδρανίζει Ἀμοργ. β)Ποσότης οἴνου ὡς μονὰς οἰνομετρικὴ Θήρ. Συνών. ἀγκλούπα. 4)Δοχεῖον ὕδατος, ἀπὸ τοῦ ὁποίου πίνουν αἱ ὄρνιθες Εὔβ. (Κύμ.) 5)Καθόλου, ἡ ἀδιχοτόμητος ξηρὰ κολοκύνθη χρησιμοποιουμένη ὡς δοχεῖον Ἀθῆν. Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν. κ.ἀ.) Κυδων. Σάμ. κ.ἀ.: Ἔχ᾿νι ἀgλιˬὲς bαρ᾿τόσκαγα Σάμ. Ἡ ἀgλιˬὰ εἶνι γιˬὰ νιρό, γιˬὰ κραςὶ κὶ γιˬὰ σούμμα αὐτόθ. Συνών. νεροκολόκυθο, φλασκί. 6)Τὸ φυτὸν κολοκύνθη ἡ λαγηνοφόρος (lagenaria vulgaris) τῆς τάξεως τῶν κολοκυνθωδῶν (cucurbitaceae) Ἀθῆν. Συνών. φλασκεˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA