ἁγία-Ἀνάστασι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁγία-Ἀνάστασι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἁγία-Ἀνάστασι ἡ, Κρήτ. κ.ἀ. ἅγιˬα-Ἀνάστασι Πόντ. (Οἰν.) κ.ἀ. ἅγιˬ᾿-Ἀνάστασι Κέρκ. Παξ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ παραθέσεως τοῦ ἐπιθ. ἁγία καὶ τοῦ οὐσ. Ἀνάστασι.
Σημασιολογία
1)Ἡ ἑορτὴ τοῦ Πάσχα Κρήτ. Πόντ. (Οἰν.) κ.ἀ.:Φρ. Καὶ τὴν ἁγία-Ἀνάστασι μὲ τὸ καλό! (εὐχὴ λεγομένη ἐν καιρῷ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς) Κρήτ. Ἅγιˬα-Ἀνάστασι νὰ οἰκονομᾷ! (ἀντὶ ἡ ἅγια. Εἴθε νὰ ἐξοικονομῇ τὰς περιστάσεις, νὰ τὰς φέρῃ δηλ. ὅπως ἐπιθυμοῦμεν εὐνοϊκὰς) Οἰν. 2)Πᾶσα Κυριακὴ (διότι συχνάκις ἀκούεται ἡ λ. ἀνάστασις ἐν τῇ ἐκκλησιαστικῇ ἀκολουθίᾳ αὐτῆς, ἡ ὁποία κυριολεκτικῶς εἶναι ἀναστάσιμος) Κέρκ. Παξ.: Σημαίνει ἑσπερινός, γιˬατὶ ξημερώνει ἅγιˬ-Ἀνάστασι Κέρκ. Σήμερα δὲ δουλεύουμε, ἔχουμ᾿ ἅγιˬ᾿-Ἀνάστασι αὐτόθ. Ἄνθρωπος ποῦ δὲ στιμάρει τὴν ἅγιˬ᾿-Ἀνάστασι, κακὸς τοῦ κακοῦ θὰ πάῃ Παξ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA