ἀγκλισμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκλισμὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀγκλισμὸς ὁ, ἀμάρτ. ἀγλισμὸς Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀγκλίζω, δι᾿ ὃ ἰδ. ἀγκλῶ.
Σημασιολογία
1)Κένωσις, ἐξάντλησις:Εἶd᾿ ἀγλισμὸ εἶ bοῦ τῶ dῶνε κάνεις, καμένη, τῶ σεdουκιˬῶ φτεινῶ! Ὅλο δώνεις, ὅλο χαρίζεις.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA