ἀγιˬάζι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγιˬάζι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγιˬάζι τό, σύνηθ. ἀγιˬάζιν Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀγιˬάζ᾿ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Μάδυτ. κ.ἀ.) Ἴμβρ. Λέσβ. (Μυτιλ.) Πόντ. (Κοτύωρ. Κρώμν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Σαμοθρ. ἀάζ᾿ Πόντ. (Σάντ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

Τουρκ. ayaz.

Σημασιολογία

1)Νυκτερινὴ αἰθρία, ξαστεριˬὰ Πόντ. (Τραπ. κ.ἀ.):Θήκω τὸ γιˬατρικὸν ᾿ς σ᾿ ἀγιˬάζ᾿ (θέτω τὸ ἰατρικὸν εἰς τὸ ὕπαιθρον ἐν αἰθρίᾳ νυκτερινῇ. Συνήθεια τῆς δημώδους φαρμακευτικῆς διά τινα φάρμακα, τὰ ὁποῖα μόνον τοιουτρόπως ἀποκτοῦν ἰαματικὴν δύναμιν). 2)Τὸ ἐν αἰθρίᾳ νυκτερινὸν ψῦχος, ἰδίως δὲ τὸ περὶ τὴν ἑσπέραν καὶ τὴν πρωίαν, καὶ γενικώτερον ψυχρὸν ρεῦμα ἀέρος Εὔβ. (Κύμ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. κ.ἀ.) Ἴμβρ. Κάσ. Κρήτ. Κύπρ. Κῶς Μῆλ. Πελοπν. (Λακων. κ.ἀ.) Πόντ. (Κοτύωρ. Κρώμν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Προπ. (Πάνορμ.) Σίφν. Χίος Σαμοθρ. κ.ἀ.:Τραυάει ἕνα ἀγιˬάζι ἡ ρεματιˬὰ Κύμ. Ἐστάθης ἱδρωμένος ᾿ς τὸ ἀγιˬάζιν τσ᾿ ἐπκιˬάστης Κύπρ. Ἐφύσεσεν τ᾿ ἀγιˬάζ᾿ κ᾿ ἐπάγωσα Τραπ. Τ᾿ ἀγιˬάζ᾿ ἐντῶκεν τὰ φυτὰ (ἐντῶκεν=ἐκτύπησεν, ἔβλαψε) Κοτύωρ. || Φρ. Θ᾿ ἁγιˬάζ᾿, ἂν στέκ᾿ ᾿ς σ᾿ ἀγιˬάζ᾿ (θὰ ἁγιάσῃ, ἂν σταθῇ εἰς τὸ ἀγιάζι. Λογοπ.) αὐτόθ. || ᾎσμ. Ὅλοι φτωχοὶ καὶ πλούσιοι καὶ καλομαθημένοι μέσα ᾿ς τ᾿ ἀγιˬάζι ξενυχτοῦν γυμνοὶ κιˬ ἀνεζωσμένοι Χίος. 3)Δρόσος, ὑγρασία Θρᾴκ. (Μάδυτ. κ.ἀ.) Ἴμβρ. Ἰων. (Κρήν.) Λέσβ. (Μυτιλ.) Λυκ. (Λιβύσσ.) Νίσυρ. Ρόδ. Σαμοθρ. Σίφν. Σῦρ. (Ἑρμούπ.) Τῆλ. κ.ἀ.:Τ᾿ ἀγιˬάζι πέφτει ᾿πάνω μου,μὰ ᾿γὼ δὲν τὸ φοβοῦμαι Κρήν. ᾿Γράθ᾿κι τοὺ σκέπασμα ἀπ᾿ τ᾿ ἀγιˬάζ᾿ Ἴμβρ. || ᾎσμ. Ὁ κρίνος ἔχ᾿ ἐννεˬὰ ἀδερφοὺς καὶ ᾿νοίγουν μὲ τ᾿ ἀγιˬάζι, λογιˬάζω, χαϊδεμένο μου, κἀνένας δὲ σοῦ μο͜ιάζει Νίσυρ. 4)Πάχνη Πελοπν. (Μεγαλόπ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/