ἁγιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁγιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἁγιˬάζω κοιν. καὶ Καππ. (Ἀραβάν. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. κ.ἀ.) ἁγιˬάζου Ἤπ. Θρᾴκ. Κυδων. Λέσβ. Μακεδ. (Καταφύγ. Σιάτ. κ.ἀ.) ἁγιάν-νου Λυκ. (Λιβύσσ.) ἁάζω Ἰκαρ. ἁάζω Πόντ. (Κοτύωρ. Χαλδ.) ἁάζω Πόντ. (Χαλδ.) ἁέζω Πόντ. (Χαλδ.) ἁιάζου Ἤπ. (Ζαγόρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ᾿γιˬάζω Μεγίστ. Μύκ. Νίσυρ. Ρόδ. ᾿γιˬάτζω Σύμ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἁγιάζω συχνάκις ἀπαντῶν ἰδίως ἐν τῇ Κ.Δ. ἐν τῇ σημ. τοῦ καθιστῶ ἅγιον, καθαγιάζω.
Σημασιολογία
Α)Μετβ. 1)Καθιστῶ τι ἱερὸν δι᾿ ἐκκλησιαστικῆς εὐχῆς ἢ τελετῆς, συνήθως τὸ ὕδωρ διὰ τῆς τελετῆς τοῦ ἁγιασμοῦ, καθαγιάζω σύνηθ. καὶ Πόντ. (Οἰν.): Ἅγιˬασ᾿ ὁ παππᾶς τὸ νερό. Σήμερα εἶναι ἡ γεˬορτὴ τῶν Φώτων ποῦ θ᾿ ἁγιˬαστοῦν τὰ νερά. Ἄρτος ἁγιˬασμένος (ὁ ἡγιασμένος ἄρτος τοῦ ἀντιδώρου ἢ τῆς ἀρτοκλασίας ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ). Νερὸ ἁγιασμένο (τὸ ὕδωρ τοῦ ἁγιασμοῦ). Λᾴδι ἁγιˬασμένο (τὸ ἔλαιον τοῦ εὐχελαίου) σύνηθ. β)Ἁγιάζω τινὰ ραίνων δι᾿ ὕδατος ἡγιασμένου κοιν.:Ἦρθ᾿ ὁ παππᾶς καὶ μᾶς ἅγιασε. Μᾶς ἅγιασε ὁ παππᾶς τὸ σπίτι. Ἁγιάζει ὁ παππᾶς ᾿ς τὴ γειτονιˬά. Βγῆκ᾿ ὁ παππᾶς ν᾿ ἁγιˬάσῃ (τὸ ἀντικ. παραλείπεται ὡς εὐκόλως ἐννούμενον). Δὲν ἁγιˬάστηκα ἐγὼ σήμερα, γιˬατὶ ἔλειπα τὴν ὥρα ποῦ ᾿ρθ᾿ ὁ παππᾶς ν᾿ ἁγιˬάσῃ κοιν. Ἔψαλ᾿ οὑ παππᾶς τοὺ μιγάλου ἁισμὸ κιˬ ἁιάζ᾿ τοὺν κόσμου Αἰτωλ. || Φρ. Ἁγιάζει καὶ βλογᾷ (συνεκδ. ἐπὶ τοῦ ἰσχυροῦ, ὅστις κάμνει ὅ,τι θέλει χωρὶς νὰ φοβῆται κἀνένα ὡς ὁ ἱερεὺς ἁγιάζων εἰσέρχεται ὁπουδήποτε ἐλευθέρως) Πελοπν. (Μάν.) || ᾎσμ. Μιˬὰν ἡμέραν ποῦ ᾿ταν σκόλη, ποῦ ᾿ταν τσαὶ πρωτομηνιˬά, ἦβγεν ὁ παππᾶς νὰ ᾿γιˬάσῃ ᾿ς τὴν παλα͜ιάν του γειτονιˬὰ Μεγίστ. Συνών. φωτίζω. γ)Καθαίρω τινὰ τοῦ μολύσματος, οἷον πρόσωπον, ὡς τὴν λεχώ, τὸ βρέφος καὶ τοὺς παρόντας κατὰ τὸν τοκετόν, ραίνων δι᾿ ἁγιασμοῦ καὶ ἀναγιγνώσκων ὡρισμένας ἐκκλησιαστικὰς εὐχὰς, ἢ σκεῦος, φρέαρ, δεξαμενὴν κττ., ἐν οἶς ἔπεσε ζῷον μιαρόν, μῦς, γαλῆ κττ., ἐγχέων ὕδωρ ἡγιασμένον Πελοπν. (Λακων. Λάστ. κ.ἀ.) Πόντ. (Κερασ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.: Ἀπ᾿ αὐτεῖνου τοὺ νιρὸ ἁιάζιτι ἡ λιχῶνα (τοὺ νιρὸ ἐνν. τὸ ἡγιασμένον) Αἰτωλ. || Παροιμ. Ἑφτὰ ποππάδοι ᾿κ᾿ ἀγιˬάζουν ἀτο (ἑπτὰ παππᾶδες δὲν τὸ ἁγιάζουν, εἶναι δηλ. τόσον μεμολυσμένον, ὥστε δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ καθαρθῇ οὐδὲ δι᾿ ἑπτὰ ἁγιασμῶν. Τὸ ᾿κ᾿ ἁγιˬάζουν ἐκ τοῦ ᾿κὶ ἁγιˬάζουν) Κερασ. δ)Χρίω τινὰ σταυροειδῶς διὰ τοῦ ἡγιασμένου ἐλαίου τοῦ μυστηρίου τοῦ εὐχελαίου ἢ κάμνω ἐπὶ τοῦ μετώπου καὶ τοῦ στήθους του τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ δι᾿ ἡγιασμένου ἀντικειμένου συνήθως τῶν καθ᾿ ὡρισμένας ἐκκλησιαστικὰς ἑορτὰς διανεμομένων ἀνθέων Λεσβ. κ.ἀ. 2) Κάμνω τινὰ ἅγιον Κύθν. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) κ.ἀ.- Ἐπετ. Παρνασσ. 4 (1900) 91:Τὸν ἁγιˬάσαν οἱ πράξεις του Ἐπετ. Παρνασσ. ἔνθ᾿ ἀν. Ἡ Παναγιˬὰ ν᾿ ἁγιˬάσῃ τὴν ψυχούλλα τςῆ μάννας σου! (εὐχὴ) Κύθν. || ᾎσμ. Πάει νὰ γένῃ καλογρα͜ιὰ ν᾿ ἁγιάσῃ τὴν ψυχή της Ἀρκαδ. 3)Μεταφ. συγχαίρω ἐπὶ τῇ στέψει νυμφίων Λέσβ.: Πάμι ν᾿ ἁγιˬάσουμε τ᾿ς σ᾿bιθέρις Πβ. ἅγια ἡ, 3. Β)Ἀμτβ. 1)Γίνομαι ἅγιος διὰ τοῦ ἐναρέτου βίου μου κοιν. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): Ἅγιˬασε ἀπὸ τὰ βάσανά του. Ν᾿ ἁγιˬάσῃ ἡ ψυχούλλα τῶν πεθαμένων σου! (εὐχὴ) Ν᾿ ἁγιˬάσῃ ἐκεῖ ποῦ ἔπεσε! (δηλ. ὁ ἀποθανὼν) σύνηθ. Ν᾿ ἁγιˬάζ᾿ ὁ κύρις σ᾿-ἡ μάννα σ᾿-ὁ πάππο σ᾿! (ὁ πατήρ σου, ἡ μήτηρ σου, ὁ πάππος σου) Τραπ. Ν᾿ ἁάζ᾿νε τὰ χώματ᾿ ἀτ᾿! Κοτύωρ. Ν᾿ ἁγιάζῃ ἡ ψή σου! Οἰν. Ν᾿ ααζ᾿ καὶ νὰ μυράζ᾿ ἡ ψή σ᾿! (ν᾿ ἁγιάσῃ καὶ μυριάκις ν᾿ ἁγιάσῃ ἡ ψυχή σου!) Χαλδ. Ἀπ᾿ τοὶς τυρραννίδις ποῦ τραύιξι ἡ καηˬμένους ἥγιˬασι (ἀπὸ τὰ βάσανα, τὰ ὁποῖα ὑπέστη) Λεσβ. Οὕλ᾿ οἱ ἁγίοι ἅισαν, γιˬατ᾿ ἔκαμαν καλὰ Αἰτωλ. Ἦταν μέσ᾿ ᾿ς τὴ σπ᾿λα͜ιὰ κιˬ ἅιασι αὐτόθ. Ὁλόκορμος ἐγιˬάσεν (ἡγίασε καθ᾿ ὅλον τὸ σῶμα, ἔμεινε τὸ σῶμά του ἀδιάλυτον, διότι ὑπῆρξεν ἀγαθός. Ἐὰν τὸ σῶμα ἀποθανόντος μείνῃ ἐν μέρει ἢ καθ᾿ ὁλοκληρίαν ἀδιάλυτον, τοῦτο εἶναι σημεῖον ἁγιότητος) Τραπ. || Φρ. Θ᾿ ἁγιˬάζ᾿, ἂν στέκ᾿ ᾿ς σ᾿ ἀγιˬάζ᾿ (θὰ ἁγιάσῃ, ἂν ἐκτεθῇ εἰς τὸ ἀγιάζι, ἤτοι εἰς τὸ ψῦχος. Λογοπ.) Τραπ. Ἅγιˬασε ἀπὸ ζωντανὸς (ἡγίασε ζῶν, ἐνῷ συνήθως ἁγιάζει τις μετὰ θάνατον. Ἐπὶ τοῦ γενομένου κατίσχνου ἐκ νόσου ἢ νηστείας. Πβ. κατωτ. 5)Λακων. Δὲ θὰ τὸν ἀφήσω ν᾿ ἁγιˬάσῃ (δὲν θὰ ἐπιτρέψω εἰς αὐτὸν νὰ ἡσυχάσῃ, νὰ κάμῃ ἐκεῖνα ποῦ θέλει. Ἡ φρ. ὡρμήθη ἐκ τούτου, ὅτι τὸ ἁγιάζειν κρίνεται ὡς μέγα ἀγαθὸν) Ἀθήν. κ.ἀ. Ἂ δὲ δώσῃς, δὲν ἁγιˬάζεις (ὁτι μόνον διὰ δώρων διδομένων εἰς τοὺς ἰσχυροὺς ἐπιτυγχάνει τις ὅπερ ζητεῖ) Ἀθῆν. || Παροιμ. φρ. Θέλω ν᾿ ἁγιˬάσω κ᾿ οἱ διˬαβόλοι δὲ μ᾿ ἀφίνουν (ἐπὶ τῶν θελόντων μὲν δῆθεν νὰ μεταβάλουν διαγωγήν, ἀλλὰ κωλυομένων ὑπὸ τῶν κακῶν ἕξεων) Πελοπν. (Δημητσάν.) Ἅγιˬασ᾿ ὁ μαχαιροκλέφτης καὶ πουλεῖ σκουρολεπίδες (ἐπὶ τοῦ ὑποκρινομένου μετάνοιαν. σκουρολεπίδα=ἐσκωριασμένον μαχαίρι) ΝΠολίτ. Παροιμ. 1,208 Ἥγιˬας᾿ ἡ παξ᾿μαδουκλέφτ᾿ς (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Λεσβ. Πάει ν᾿ ἁγιˬάσ᾿ κὶ θὰ ξιπαγιˬάσ᾿ (ἐπὶ τοῦ μὴ στέργοντος τὸ παρὸν καὶ κινδυνεύοντος διὰ τὸ ἐπιδιωκόμενον καλύτερον) Θεσσ. Πῆγα ν᾿ ἁγιˬάσου κὶ ξιπάγιˬασα (ἐπορεύθην που διὰ νὰ ὠφεληθῶ καὶ τοὐναντίον ὑπέστην βλάβην, ὡς ὅταν μεταβαίνῃ τις εἰς τὴν ἐκκλησίαν διὰ νὰ προσευχηθῇ καὶ ἐκεῖ σκανδαλίζεται) Μακεδ. Μετοχ. I) 1)Ἡγιασμένος, ἱερός, ἐπὶ πραγμάτων Κίμωλ.:Μπὰ νά ᾿καψε ζυὸ καὶ δὲ βγαίν᾿ ἡ ψυχή του;Γιˬατὶ βλέπεις, τὸ βούδι εἶναι ἁγιˬασμένο (μήπως ἔκαψε ζυγὸ κτλ. Ἐπὶ τοῦ ψυχορραγοῦντος ἐπὶ πολὺ καὶ μὴ ἐκπνέοντος. Ὁ ζυγὸς εἶναι ἱερὸς καὶ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ καῇ). 2)Ἅγιος κοιν.:Εἶναι ἄνθρωπος ἁγιˬασμένος. Εἶναι μιˬὰ ἁγιˬασμένη ψυχὴ αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος.Ἁγιˬασμένη γυναῖκα.Ἁγιˬασμένο παιδί. 3)Ὁ μακαρίτης, συνήθως τὸ οὐδ. ἐπὶ παιδίου Σῦρ.:Ὅταν ζοῦσε τὸ ἁγιˬασμένο μου.Δὲν εἶχε γεννηθῆ ἀκόμη τὸ ἁγιˬασμένο μου. II)Ἐν τῇ συνθηματικῇ γλώσση μεθυσμένος Θρᾴκ. (Διδυμότ.) 2)Καθαγιάζμαι, γίνομαι ἱερός, ἐπὶ πραγμάτων κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.): Ν᾿ ἁγιˬάσουν τὰ κόκκαλα τοῦ πατέρα σου-τῆς μητέρας σου! (εὐχή). Ν᾿ ἁγιˬάσῃ τὸ χῶμα τοῦ πατέρα σου! Τῶν Φώτων ἁγιˬάζουν τὰ νερὰ κοιν. Ἐγιˬάσε οὕλο τὸ κώδιν ἀτ᾿ (ἡγίασεν, ἤτοι ἔμεινεν ἀδιάλυτον ὁλόληρον τὸ σῶμα του, διότι ὑπῆρξε δίκαιος) Ὄφ. Ἥασεν τὸ δεξὸν τὸ ΄σερ᾿ν ἀτ᾿ (ἡγίασε τὸ δεξιόν του χέρι, δηλ. ἔμεινεν ἀδιάλυτον. Τοῦτο πιστεύεται ὅτι συμβαίνει εἰς τοὺς δικαίους ἀνθρώπους καὶ ἰδίως εἰς τοὺς ἐλεήμονας, οἱ ὁποῖοι παρέχουν διὰ τῆς δεξιᾶς) Χαλδ.|| Γνωμ. Ἁγιˬάσαν τὰ νερά, | πάν τὰ παγανὰ (κατὰ τὴν ἑορτὴν τῶν Θεοφανείων ἁγιαζομένων τῶν ὑδάτων ἐγκαταλεόπουν τὴν γῆν οἱ καλλικάντζαροι, ὅπου διέμενον ἀπὸ τῶν Χριστουγέννων) Ἑπτάν. Μετοχ. ἁγιˬασμένα τά, οὐσ. λείψανα ἁγίου Πόντ. (Κερασ.) 3)Ἀποθνῄσκω Κρήτ. Πβ. τὴν φρ. πῆρ᾿ ὁ Θεὸς τὸν ἅγιˬο του. 4)Ἡσυχάζω, ἀποκοιμοῦμαι, συνήθως ἐπὶ νηπίου κατόπιν κλαυθμυρισμῶν Ζάκ. Κρήτ. 5)Καθίσταμαι ἀδύνατος καὶ σκελετώδης, ἰσχαίνομαι (ἡ μεταφ. ἐκ τῶν ἁγίων, οἱ ὁποῖοι συνήθως εἰς τὰς εἰκόνας παριστάνονται λιπόσαρκοι καὶ ἰσχνοὶ) Θρᾴκ. (Μάδυτ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Θεσσαλον. Καταφύγ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Λακων.) Πόντ. (Κερασ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.:Ἅιασι αὐτὸς οὑ γιρουντά᾿ς, ἔμ᾿νι πιτσὶ κὶ κόκκαλα Αἰτωλ. Θ᾿ ἁιάῃς ἀπ᾿ τὴν πουλλὴ νηστεία σὺ αὐτόθ. Ἅγιˬασι πλεˬὰ οὑ καηˬμένους Μάδυτ. Πῆρ᾿ αὐτείν᾿ ἡ μιγάλ᾿ ζέστα κὶ ἅισαν ᾿κεῖνα τὰ σ᾿ταράκιˬα (πῆρε αὐτὴ ἡ μεγάλη ζέστη καὶ ἔμειναν ἀτροφικὰ ἐκεῖνα τὰ σιταράκια) Αἰτωλ. 6)Ταλαιπωροῦμαι, ὑποφέρω πολὺ Μακεδ. (Σιάτ.):Ἅγιˬασι αὐτὸς οὑ ἄνθρουπους Σιάτ. 7)Παγώνω (εἰς τὴν γένεσιν τῆς σημ. ταύτης συνετέλεσε καὶ τις παρετυμ. πρὸς τὸ ἀγιˬάζι, δι᾿ ἣν πβ. τὸ ἀνωτ. Β1 λογοπ. Θ᾿ ἁγιˬάζ᾿, ἂν στέκ᾿ ᾿ς σ᾿ ἀγιˬάζ᾿):Ἀσ᾿ σὸν κρύον ἔγιˬασα Κερασ. Συνών. κοκκαλιˬάζω, ξεπαγιˬάζω, ξυλιˬάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA