ἁγιˬακάρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁγιˬακάρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἁγιˬακάρα ἡ, Μακεδ. (Βελβ.) ἁγιˬουκάρα Μακεδ. (Βογατσ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἅγιος καὶ τοῦ οὐσ. κάρα.

Σημασιολογία

Κρανίον ἁγίου ἔνθ᾿ ἀν.:Φρ. Εἶνι ἁγιˬουκάρα (ἐπὶ ὑποκριτοῦ καὶ ψευδευλαβοῦς) Βογατσ. Συνών. φρ. κάνει τ᾿ ἁγιˬακάρικο, κάνει τὸ θεοφοβούμενο, κάνει τὸν ὅσιο Νούφριο. Πβ. κάρα. Ὑπὸ τὸν τύπ. Ἁγιˬακάα τοπων. Σαμοθρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/