ἀγκομάχημα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκομάχημα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγκομάχημα τό, Παξ. κ.ἀ. – Λεξ. Κομ. ἀgομάχημα Κρήτ. ἀγκουμάχημαν Λυκ. (Λιβύσσ.) ᾿gουμάχημα Σύμ. ἀγκομάχισμα Παξ. ἀgομάχισμα Κρήτ. Πάρ. ἀγκομάισμαν Κύπρ. ἀγκουμάισμαν Μεγίστ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀγκομαχῶ.
Σημασιολογία
1)Ἆσθμα, πνευστίασις, ἀγωνία ἕνεκα κόπου, νόσου κττ. ἔνθ᾿ ἀν.: Εἶναι τόσες μέρες ποῦ ἔχει αὐτὸ τὸ ἀγκομάχισμα καὶ δὲ μπορεῖ νὰ ἡσυχάσῃ Παξ. Ποῦ πῆες ταὶ πῆρες τοῦτον τὸ ἀγκομάισμαν; Κύπρ. Διˬάλε τ᾿ ἀgομάχημά σουμ παdέρμε, καὶ σοῦ τὴ δώσω τὴ ραβδὲ (ἀπειλὴ κατὰ τῶν ὑποζυγίων) Κρήτ. ᾿Gουμάχημα ποῦ τὸ κάν᾿ αὐτὸς! Σύμ. Συνών. λαχάνιˬασμα. β)Καθόλου, ἀγωνία, δυσφορία, δυσκολία Πάρ. 2) Ἀναστεαγμὸς Σύμ. Συνών. ἀγκομαχητὸ 2, ἀγκομαχισμός. 3)Ψυχορραγία Λεξ. Κομ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀγγελοθώρημα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA