ἀβγοκάλαθο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβγοκάλαθο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀβγοκάλαθο τό, ἀβγοκάλαθον Κάρπ. ἀβγοκάλαθο Ἀθῆν. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἀβγὸ καὶ καλάθι.
Σημασιολογία
Κάλαθος ἐκ καλάμου ἢ κλάδων λύγου ἢ ἐκ μεταλλικοῦ σύρματος ἐν ᾦ φυλάττονται τὰ ᾠὰ ᾿ενθ᾿ ἀν.: Παροιμ. Ἔχασε τ᾿ ἀβγὰ καὶ τ᾿ ἀβγοκάλαθον (ἐπὶ τοῦ πλήρη ζημίαν ὑποστάντος) Κάρπ. Πβ. ἀβγοθήκη 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA