ἀβγοκαλάμαρο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβγοκαλάμαρο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀβγοκαλάμαρο τό, Ἄνδρ. Ἰων. (Κρήν.) Πληθ. ἀβγοκαλάμαρα τά, Ἄνδρ. Πάρ. Σίφν. Σῦρ. κ.ἀ. ἀβγουκαλάμαρα Θρᾴκ. Λέσβ. Σάμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἀβγὸ καὶ καλαμάρι κατ᾿ ἀντίστροφον σύνθεσιν.
Σημασιολογία
1)Τὰ ᾠὰ τῆς τευθίδος τῆς κοινῶς καλαμάρι λεγομένης Λέσβ. 2)Γλύκυσμα ἐκ φύλλων ζύμης ζυμωμένης μετὰ ᾠῶν, τὰ ὁποῖα διπλώνονται συνήθως εἰς σχῆμα παρεμφερὲς πρὸς τὸ τῆς τευθίδος ἢ καὶ κατ’ ἄλλον τρόπον καὶ τηγανιζόμενα διὰ βουτύρου ἢ ἐλαίου περιχέονται διὰ μέλιτος καὶ ἐπιπάσσονται διὰ τριμμένου καρποῦ καρύου ἢ ἀμυγδάλου Ἄνδρ. Θρᾴκ. Ἰων. (Κρήν.) Λέσβ. Πάρ. Σάμ. Σίφν. Σῦρ. κ.ἀ. Συνών. δίπλες, ξεροτήγανα. 3)Ἔδεσμα ἐκ κτυπητῶν ᾠῶν εἰς πλατὺ σχῆμα, τὸ ὁποῖον διπλούμενον πληροῦται διὰ ψιλοκομμένου κρέατος Σῦρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA