ἀγιˬάλευτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγιˬάλευτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀγιˬάλευτος ἐπίθ. ΑΜωραϊτίδ. Διηγ. 3,114.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *γιˬαλευτὸς<γιˬαλεύω.

Σημασιολογία

Ἀναλίευτος, ἐπὶ τόπου ἔνθα δὲν ἔγινεν ἁλιεία. «Ἕνεκα τοῦ χειμῶνος ἀπὸ ἡμερῶν δὲν ἀπεσκέφθησαν, φαίνεται, ἁλιεῖς τὴν νησῖδα καὶ οἱ βράχοι της ἧσαν ὑπερπληρωμένοι, ἀγιάλευτοι».

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/