ἀγκουλίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκουλίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀγκουλίζω Κύθηρ. Κωνπλ. ἀgουλίζω Πελοπν. (Λακων.) Πάρ. ἀνκουλίζω Παξ. ἀgουρίζω Κεφαλλ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιφων. ἀγκού.
Σημασιολογία
Ἐπὶ τῶν νηπίων, φωνάζω ἀγκοὺ ἀγκοὺ, βατταρίζω ἔνθ᾿ ἀν.:Τὸ μωρό μου ἀγκουλίζει Κύθηρ. Καλέ, μὰ πόσω μηνῶ εἶναι τὸ παιδί σου κιˬ ἀgουρίζει κιˬ ὅλα! μάτι νὰ μὴν τὸ πιˬάσῃ! Ἀπύρανθ. Ἀρχίζει ν᾿ ἀgουλίζῃ τὸ παιδὶ Πάρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA