ἄγιˬανος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄγιˬανος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄγιˬανος ἐπίθ. Κεφαλλ. κ.ἀ. ἄγιˬανους Λέσβ. Λυκ. (Λιβύσσ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ θέμ. τοῦ ἔγιˬανα ἀορ. τοῦ ρ. γιˬαίνω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ἐπιδεχόμενος ἴασιν, ἀνίατος, ἀθεράπευτος ἔνθ᾿ ἀν.:Ἄγιˬανος εἶν᾿ ὁ κακομοίρης, δὲ bορεῖ νὰ γιˬάνῃ! Κεφαλλ. Συνών. ἄγιˬατος, ἀγιˬάτρευτος 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA