ἁγιˬάπαθα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁγιˬάπαθα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἁγιˬάπαθα τά, Μακεδ. (Καταφύγ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἅγιος καὶ τοῦ οὐσ. πάθος.
Σημασιολογία
Πάθη μεγάλα καὶ φοβερά, δοκιμασίαι δειναὶ ὡς τᾶ ἅγια πάθη τοῦ Χριστοῦ. Ἡ λ. ἐκ τῆς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσης, ἐν ᾗ συχνάκις ἀκούονται αἱ φρ. «τὰ ἅγια πάθη» καὶ «τῶν ἁγίων παθῶν»:Φρ. Ἔπαθα τ᾿ ἁγιˬάπαθα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA