ἁγιˬὰ-Παρασκευὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁγιˬὰ-Παρασκευὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἁγιˬὰ-Παρασκευὴ ἡ, κοιν. ἁγιˬὰ-Παρασκιβὴ βόρ. ἰδιώμ. ἁγιˬὰ-Παρασκὴ Κρήτ. ἁε-Παρασκευὴ Πόντ. (Χαλδ. κ.ἀ.) ἅι-Παρασκιβὴ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ παραθέσεως τοῦ ἐπιθ. ἁγία καὶ τοῦ ὀν. Παρασκευή. Οἱ τύπ. ἁε- καὶ ἅι- ἐκ τοῦ ἀρσ. γέν.
Σημασιολογία
Ἡ ἁγία Παρασκευὴ, τῆς ὁποίας ἡ μνήμη τελεῖται τὴν 26ην Ἰουλίου ἔνθ᾿ ἀν.: Παροιμ. Κουτσοὶ στραβοὶ ᾿ς τὴν ἁγιˬὰ-Παρασκευὴ (ὡς οἱ χωλοὶ καὶ τυφλοὶ ἁθρόοι τρέχουν εἰς τὴν ἐκκλησίαν τῆς θαυματουργοῦ ἁγίας Παρασκευῆς πρὸς θεραπείαν, οὕτω καὶ οἱ ἔχοντες ἀνάγκην τινὸς προστρέχουν ἀκαταπαύστως εἰς τὴν οἰκίαν του καὶ τὸν παρακαλοῦν. Λέγεται συνήθως ὑπὸ τῶν ἐνοχλουμένων ἐκ τῶν συχνῶν αἰτήσεων ἀνθρώπων, οὓς πολλάκις εὐηργέτησαν) Πελοπν. (Δημητσάν.) Ποῦ ἀράζουν οἱ κουτσοί; | ᾿Σ τὴν ἁγιˬὰ-Παρασκευὴ (ἐπὶ των ὀχληρῶν ξένων, οἱ ὁποῖοι πάντοτε εἰς τὴν αὐτὴν οἰκίαν καταλύουν) Κεφαλλ. Συνών. παροιμ. ὅπου τυφλὸς κιˬ ὅπου κουτσὸς ᾿ς τὸν ἅι-Παντελέημονα! Ἡ λ. πολλαχ. καὶ ὡς τοπων.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA