ἀγκοῦσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγκοῦσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἀγκοῦσα ἡ, Βιθυν. Εὔβ. (Κάρυστ.) Ζάκ. Ἤπ. (Ἄρτ. Δρόβιαν. Ζαγόρ. κ.ἀ.) Ἰόνιοι Νῆσ. Μακεδ. (Βελβ.) Παξ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βυτίν. Καλάβρυτ. Καλάμ. Λεβέτσ. Μεγαλόπ. Μεσσ. Πάτρ.) κ.ἀ. – ΠΓεννάδ. Γεωργ. Γλωσσάρ. 1 καὶ Ἑλλην. Γεωργ. 9,345 ἀgοῦσα Θεσσ. Θρᾴκ. (Αἶν. κ.ἀ.) Κρήτ. Πελοπν. (Λακων.) ἀγκούσιˬα Πελοπν. (Ἀρκαδ. Πάτρ. κ.ἀ.) Τσακων. ἀgούσιˬα Κρήτ. Κύθν. ᾿γκοῦσα Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Βυτίν. κ.ἀ.) Χίος (Νένητ. κ.ἀ.) ἄγκουσα Θρᾴκ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ὀγκοῦμαι κατὰ τὸν ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,162. Κατὰ τὸν GMeyer Neugr. Stud. 4,6 καὶ ΣΞανθουδ. Ἐρωτ. 479 ἐκ τοῦ Ἑνετ. angossa<Λατιν. angustia. Πβ. καὶ τὸ τῶν ἐν Ἑλλάδι Ἀλβανοφώνων νgουστία=στενοχωρία.

Σημασιολογία

Α)Κυριολ. 1)Ἆσθμα, δύσπνοια ἐκ πολυφαγίας, νόσου, καύσεως ἢ καὶ ἠθικῆς τινος αἰτίας Βιθυν. Εὔβ. (Κάρυστ.) Ζάκ. Ἤπ. Κρήτ. Κύθν. Μακεδ. (Βελβ.) Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Βυτίν. Καλάβρυτ. Καλάμ. κ.ἀ.) Παξ.:Μ᾿ ἔπιˬασ᾿ ἀγκοῦσα ἀπ᾿ τοὺν ἀνήφουρου Ἤπ. Μοῦ ᾿ρχεται ἀγκοῦσα (πνίγομαι) Καλάμ. Μὄρθε ἀγκοῦσα Καλάβρυτ. Συνών. ἀγκουσιˬὰ 1. β)Αἴσθημα βάρους, πιέσεως Ἤπ. Πελοπν. (Πάτρ. κ.ἀ.): Ἔχω μιˬὰ ἀγκοῦσα ᾿ς τὸ στῆθος Ἤπ. Ἀγκοῦσα εἶχα ὅλη τὴ νύχτα Πάτρ. κ.ἀ. Συνών. στένωσι, φούσκωσι. 2)Καύσων, πνῖγος Θρᾴκ. (Αἶν.) Κύθν. Πελοπν. (Λεβέτσ. Καλάμ. Μεγαλόπ. Μεσσ. κ.ἀ.):Σήμερα ἔχομε ἀgοῦσα Κύθν. 3)Ἐπιβλαβῆ ἀέρια καὶ ἰδίως ἀνθρακικὸν ὀξὺ ἀναδιδόμενα ἐκ φρεάτων καὶ προσβάλλοντα τοὺς φρεωρύχους ΠΓεννάδ. ἔνθ᾿ ἀν.:Τὸ πηγάδι ἔχει ἀγκοῦσα. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Μῆλ. Β)Μεταφ. 1)Θλῖψις, στενοχωρία ἠθική, βάρος Ἤπ. (Ἄρτ. Ζαγόρ.) Θεσσ. Θρᾴκ. (Αἶν. κ.ἀ.) Ἰόνιοι Νῆσ. Κρήτ. Κύθν. Μακεδ. (Βελβ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βυτίν. Μεσσ.): Ἄλλ᾿ ἀγκοῦσα δὲν ἔχου Ἄρτ. Εἶντα ἄγκουσες ἔχεις πάλι! Θρᾴκ. || Φρ. Τοὺν ἔχου ἀγκοῦσα (τὸν βαρύνομαι, τὸν μισῶ) Βελβ. Τοῦ γένομαι ἀγκοῦσα (τοῦ γίνομαι φορτικός, τὸν στενοχωρῶ, τὸν ἐνοχλῶ) Ἤπ. 2)Μέριμνα, φροντὶς Ἤπ. κ.ἀ.: Μ᾿ ἔφαϊ ἡ ἀγκοῦσα μέναν γιˬ᾿ αυτόν, τί θὰ κά᾿! Ἤπ. (Συνών. φρ. μ᾿ ἔφαγε ἡ ἔγνο͜ια). Τὴν ἰδική σου ἀγκοῦσα θά ᾿χω! αὐτόθ. || ᾎσμ. Τὰ μαλλιˬά σου, ροῦσσα, ροῦσσα, | μ᾿ ἔφεραν φωτιˬὰ κιˬ ἀγκοῦσα Ἤπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/