ἀβγολογῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβγολογῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀβγολογῶ Κεφαλλ. Κρήτ. Κυκλ. (Μῆλ. Νάξ. Σῦρ. κ.ἀ.) Ρόδ. Χίος κ.ἀ. ἀβγολογάω Πελοπν. ἀβγολοῶ Ἄνδρ. Νάξ. Σύμ. κ.ἀ. ᾿βγολοῶ Σύμ. ἀβγουλουγῶ Ἀδραμ. Κύδων. κ.ἀ. ἀβδουλουγῶ Ἀδραμ. Μέσ. ἀβγολογε͜ιέμαι Κυκλ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Λακων. κ.ἀ.) ἀβγολοέμαι Πελοπν. (Λακων.) ἀβγολογε͜ιῶμαι Κεφαλλ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀβγολόγος. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ. Διὰ τὸν τύπ. ἀβδουλουγῶ πβ. τὸ ὅμοιον φαινόμενον τῆς μεταβολῆς τοῦ γ εἰς δ ἐν τῶ μεσν. ἀβδοτάριχα ἀντὶ ἀβγοτάριχα παρὰ Προδρόμ. 3,281 C (ἔκδ. Hesseling-Pernot) «καὶ πωρινὰ ἀβδοτάριχα διὰ τὴν ἀνορεξίαν».
Σημασιολογία
Α)Μετβ. 1)Περιερχόμενος χωρία καὶ οἰκίας ἀγοράζω ᾠὰ, συνήθως δι᾿ ἐμπόριον Μῆλ. Νάξ. κ.ἀ. Πβ. ἀβγομαζεύω 1. 2)Μέλλουσα νὰ γεννήσω ἀναζητῶ ᾠὸν (τὸ ἐν τῇ φωλεᾷ μένον καὶ πρόσφωλο συνήθως λεγόμενον), ἐπὶ τῆς ὄρνιθος Κεφαλλ. Σύμ. κ.ἀ.: Ἀβγολογᾷ ἡ κόττα Κεφαλλ. β)Μεταφ. προσέχω, παρατηρῶ, κατοπτεύω τὰς κινήσεις καὶ ἐνεργείας προσώπου τινὸς διὰ νὰ μάθω τί σκέπτεται καὶ τί κάμνει, χωρὶς νὰ μ᾿ ἐννοήσῃ Ἀδραμ. 3)Διὰ τοῦ δακτύλου ἐξετάζω τὴν ὄρνιθα, ἐάν ἔχῃ ᾠὸν Σῦρ. Χίος κ.ἀ.: Ἀβγολόγησε τὴν ὄρνιθα γιˬὰ νὰ δοῦμε, θὰ γεννήσῃ σήμερα; Χίος. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Βλάχ. Συνών. προσφωλῶ. β)Συνεκδ. καταδακτυλίζω, βλιμάζω, ἐπὶ γυναικὸς Χίος. γ)Φέρομαι ἐρωτικῶς πρὸς τινα, ἐρωτοτροπῶ Κυκλ. (Νάξ. κ.ἀ.) 4)Ζητῶ, ἐρευνῶ Κεφαλλ.: Ἀβγολογῶ νὰ βρῶ ἕνα πρᾶμα. Συνών. ψάχνω. 5)Ἐνεργῶ, φροντίζω εἴτε διὰ προξενείας εἴτε ἄλλως νὰ νυμφεύσω τινὰ Κυδων.: Ἀβγολογοῦν τοὺν δεῖνα. Μέσ. φροντίζω νὰ νυμφευθῶ Κυδων.: Ἡ δεῖνα ἀβγουλουγε͜ιέτι.Συνών. παντρολογῶ, παντρολογε͜ιέμαι. 6)Ἐπιτιμῶ, κακομεταχειρίζομαί τινα (πιθανῶς ἐκ τῆς ἀμτβ. σημ. τοῦ κομπάζειν. Ἰδ. κατωτ.) Ἀδραμ. Συνών. φρ. βάζω μπροστά. Β)Ἀμτβ. 1)Ἐνεργ. καὶ μέσ. Κακκαρίζω, ἤτοι φωνάζω μὲ ἰδιάζοντα τόνον καὶ ρυθμὸν τῆς φωνῆς μέλλουσα νὰ γεννήσω, εἶμαι ἕτοιμος νὰ εννήσω, ἐπὶ τῆς ὄρνιθος Ἄνδρ. Κεφαλλ. Κρήτ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Λακων. Μάν. κ.ἀ.) Ρόδ. Σύμ. κ.ἀ.: Ἀβγολογεῖ ἡ ὄρνιθα Ρόδ. Ἀβγολογοῦνε οἱ ὄρνιθες Ἄνδρ. Ἀβγολογε͜ιέται ἡ κόττα Ἀρκαδ. Λακων. Συνών. ἀβγομαζεύω 2, ἀβγομαζώνω 1, κοκκολογε͜ιέμαι. β)Μέσ. Κακκαρίζω χωρὶς καὶ νὰ πρόκειται νὰ γεννήσω Πελοπν. 2)Μεταφ. μόνον κατὰ μέσ. φωνὴν λαμβάνω ὕφος αὐταρεσκείας καὶ κομπασμοῦ μέλλων νὰ εἴπω ἢ νὰ κάμω τι Κεφαλλ.: Ἀβγολογε͜ιέται νὰ μιλήσῃ. Συνών. κοκκορεύομαι, κορδώνομαι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA